Ο θάνατος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ήταν μια ευκαιρία να αναμετρηθούμε ξανά με το μεγάλο ιστορικό δράμα, του οποίου εκείνος υπήρξε πρωταγωνιστής. Και με τις συνέπειες του δράματος στη μοίρα του κόσμου, τη μοίρα μας.
Ο Γκορμπατσόφ ήταν ο πρώτος πρόεδρος της ΕΣΣΔ – αξίωμα που ο ίδιος καθιέρωσε το 1990 – και ταυτόχρονα ο τελευταίος. Παραιτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1991, όταν πια η χώρα της οποίας ήταν πρόεδρος είχε πάψει να υπάρχει. Ηταν, λοιπόν, ο «αρχιτέκτονας της διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης», όπως ένας επικήδειος δημοσιογραφικός τίτλος, που κυκλοφόρησε πολύ αυτές τις ημέρες, υποστηρίζει;
Οχι εκ προθέσεως πάντως. Αν για κάτι μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, είναι ότι ο Γκορμπατσόφ ήταν ένας αυθεντικός «σοβιετικός άνθρωπος». Κι ότι ξεκίνησε την περιπέτεια των μεταρρυθμίσεων, την περεστρόικα, ως επανάσταση μέσα στην επανάσταση, για να σώσει τη χώρα του, όχι για να τη διαλύσει, και για να δώσει ένα φιλί της ζωής σε κάποια εκδοχή σοσιαλιστικής ιδέας, στην οποία δεν είχε πάψει να πιστεύει. Απέτυχε.
Ισως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί αλλιώς, αν οι σκληροπυρηνικοί του κόμματος, ο στρατός και η Κα Γκε Μπε δεν είχαν οργανώσει εκείνο το πραξικόπημα, τον Αύγουστο του 1991, που κατέρρευσε σε 48 ώρες, μέσα σε λαϊκή εξέγερση, αλλά πρόλαβε να απονομιμοποιήσει τελειωτικά το σύστημα, την αλλαγή του οποίου ήθελε να αποτρέψει. Ισως τα πράγματα να είχαν έρθει αλλιώς, αν ο Γέλτσιν δεν είχε αποκτήσει τον έλεγχο της Ρωσικής Ομοσπονδίας και αν δεν είχε συμφωνήσει σε εκείνη την κρυφή συνάντηση με τους ηγέτες της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, 8 Δεκεμβρίου του 1991, πίσω από την πλάτη του Γκορμπατσόφ, τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Μα ίσως πάλι ο θάνατος της ΕΣΣΔ να ήταν πια αναπόφευκτος, έτσι κι αλλιώς. Ισως να είχε δίκιο ο Χόμπσμπομ όταν έλεγε πως η Σοβιετική Ενωση (όπως και η Κίνα) ήταν πια συστήματα μη μεταρρυθμίσιμα. Πως η απόπειρα μεταρρύθμισής τους άνοιγε τον δρόμο της καταστροφής τους. Οπως και να έχει, η τραγωδία του Γκορμπατσόφ είναι μια πανηγυρική επιβεβαίωση του σιδερένιου νόμου της πολιτικής, του νόμου των ακούσιων συνεπειών. Η μοίρα της πολιτικής είναι το αποτέλεσμα της δράσης να μην είναι ποτέ αυτό που είχε σχεδιάσει εκείνος που είχε την πρωτοβουλία. Και καμιά φορά να είναι το ακριβώς αντίθετό του. Επίκαιρο δίδαγμα.
Ο Γκορμπατσόφ, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον, δοξάζεται προπάντων γιατί χάρις σ’ εκείνον η εποχή του Ψυχρού Πολέμου τελείωσε βελούδινα, ειρηνικά, αναίμακτα. Και έδωσε τη θέση της σε μια περίοδο – αυτή που μάλλον τελειώνει τώρα στο βομβαρδισμένο τοπίο των ουκρανικών πόλεων – σχετικής ειρήνης, σχετικότερης ευημερίας και σταθερότητας. Μα ταυτόχρονα επικρίνεται, μέχρι δαιμονοποιήσεως, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Γιατί επέτρεψε να πέσει αμαχητί το κάποτε αντίπαλο δέος κι έτσι άνοιξε τον δρόμο πρώτα για έναν μονοπολικό, δίχως ισορροπία, κόσμο. Κι έπειτα για τη σημερινή εποχή των τεράτων, όπου οι γκάνγκστερς που λεηλάτησαν τη Γελτσινική Ρωσία βαφτίστηκαν «ολιγάρχες» και την κατέλαβαν ολοκληρωτικά, έφεραν στην εξουσία κάποιον που ονειρεύεται μια νέα «μεγάλη ρωσική ιδέα» και τη διεκδικεί τώρα διά πυρός και σιδήρου. Σε μια πεφωτισμένη εκδοχή αυτής της κριτικής, ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς κακίζει μετά θάνατον τον Γκόρμπι επειδή δεν ακολούθησε το υπόδειγμα του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, δεν εμπόδισε διά της βίας τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. «Μερικές φορές», γράφει, «η απόφαση να μη χρησιμοποιηθεί βία μπορεί αργότερα να οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη αιματοχυσία».
Αντίλογος. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είχε γράψει πως κανείς (κανείς στο όνομα της Αριστεράς, τουλάχιστον) δεν μπορεί να νοσταλγεί το τείχος που ο Γκορμπατσόφ επέτρεψε αναίμακτα να πέσει. Ο Ερικ Χόμπσμπομ προσέθετε πως ούτε την ίδια την Σοβιετική Ενωση, που είχε εξελιχθεί σε εφιαλτική εκδοχή ενός υπέροχου αρχικού ονείρου, μπορεί κανείς να νοσταλγεί. Το πρόβλημα είναι πως, πρώτον, μαζί με το τείχος κατέρρευσε και κάθε πίστη σε κάποια εκδοχή φωτεινής ουτοπίας, σε ένα έλλογο σχέδιο εναλλακτικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, σε κάποιο όραμα κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Και το κενό αυτό το γέμισαν σκοτεινές προφητείες, εκδοχές θρησκευτικού ή εθνικού φανατισμού ή ρεύματα τυφλού, «αντισυστημικού» λουδιτισμού. Το πρόβλημα είναι, επίσης, ότι ο ρεαλιστικός ιδεαλισμός του Γκορμπατσόφ που επιδίωκε (και θεωρούσε εφικτή) μια ειρηνική, δίχως όπλα μαζικής καταστροφής, συνύπαρξη χωρών με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια (αυτό που ο Πούτιν υποτιμητικά ονόμασε «ρομαντισμό του Γκορμπατσόφ») δεν βρήκε συνομιλητή στη Δύση, είτε σύγχρονό του είτε μεταγενέστερο.
«Αποτυχία», λοιπόν, μοιάζει να είναι η ετυμηγορία της πλειοψηφίας. Καλών προθέσεων, έστω, αποτυχία. Αλλά ίσως αυτή να είναι μια μίζερη, μικρόψυχη ετυμηγορία. Ισως να έχει περισσότερο δίκιο ένας παλιός ανταποκριτής στη Μόσχα, ο Τζον Λόιντ, που έγραφε προχθές στο «New Statesman» πως η αποτυχία του Γκορμπατσόφ ήταν μια μεγαλειώδης, μια αξιοθαύμαστη αποτυχία. Πράγματι. Αν έχει δίκιο στον περίφημο αφορισμό του ο Ινοχ Πάουελ, πως «κάθε πολιτική καριέρα καταλήγει πάντοτε σε αποτυχία», το ζήτημα είναι τι επιδιώκει να κάνει και τι καταφέρνει να κάνει κανείς στην πολιτική, πριν προλάβει η αποτυχία να βάλει τον επιτάφιο λίθο στην καριέρα του. Και τι κληρονομιά αφήνει, στο επίπεδο των ιδεών και των συμβόλων έστω. Και από αυτήν την άποψη, η περίπτωση Γκορμπατσόφ είναι ίσως η πιο μεγαλειώδης αποτυχία στον μεταπολεμικό κόσμο.