Η ΕΚΤ πρόσφατα παρουσίασε ένα πρόσθετο εργαλείο (TPI) – πέρα από τις επαναγορές ομολόγων του PEPP που λήγουν – με στόχο την αποτροπή αύξησης της μεταβλητότητας στις διαφορές αποδόσεων των ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης. Λίγες ημέρες πριν το Συμπόσιο στο Jackson Hole που διοργάνωσε παράρτημα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ οι επενδυτές άρχισαν μαζικές πωλήσεις ομολόγων αναμένοντας τις ομιλίες των τραπεζιτών της FED και της ΕΚΤ για την πολιτική επιτοκίων στο επόμενο διάστημα.
Οι πωλήσεις αύξησαν τις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων. Το τελευταίο διάστημα έχει αυξηθεί και η μεταβλητότητά τους. Η αβεβαιότητα περιορίζει τις συναλλαγές και τη ρευστότητα στις αγορές με αποτέλεσμα σχετικά μικρές συναλλαγές να οδηγούν σε δυσανάλογες μεταβολές στην τιμή ενώ έχει αυξηθεί η απόσταση μεταξύ της τιμής αγοράς και πώλησης.
Σε αυτό το περιβάλλον αυξήθηκαν οι αποδόσεις αλλά και η μεταβλητότητα των ιταλικών και ελληνικών ομολόγων. Στην περίπτωση της Ιταλίας οι επενδυτές μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Ντράγκι ανησυχούν για τα αποτελέσματα των εκλογών στις 25 Σεπτεμβρίου. Είναι άγνωστο αν τα δεξιά κόμματα που προηγούνται στις δημοσκοπήσεις θα καταφέρουν να συγκροτήσουν κυβέρνηση, ποια οικονομική πολιτική θα ακολουθήσουν και ποια θα είναι η στάση τους έναντι της ΕΕ με δεδομένο τον αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό κάποιων. Τι θα κάνουν με τις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνεται στο ιταλικό πρόγραμμα για το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας; Η ιταλική οικονομία είναι από τις πλέον ευάλωτες στην ενεργειακή κρίση. Αν και δεν τίθεται ζήτημα για τη βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους η αξιολόγηση της ΕΕ το κατατάσσει στην κατηγορία υψηλού ρίσκου όπως και το ελληνικό. Oι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων αυξάνονται, καθώς συνεκτιμάται ότι η ΕΚΤ δεν θα επανεπενδύσει τα έσοδα από τα ομόλογα του προγράμματος APP που λήγουν.
Ανάλογοι προβληματισμοί επηρεάζουν και τα ελληνικά ομόλογα. Η κυβέρνηση ελέγχεται για το σκάνδαλο των υποκλοπών και η εικόνα της στο εξωτερικό άρχισε να ξεθωριάζει. Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι αβέβαιο και μπορεί να οδηγηθούμε σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Η δημοσιονομική της πολιτική την περίοδο 2020-2022 παραπέμπει στην αντίστοιχη του 2007-2009 που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Η συνεχής αναφορά σε προεκλογικές πολιτικές παροχών χάρη στον «δημοσιονομικό χώρο» που δημιουργούν τα συγκυριακά αυξημένα φορολογικά έσοδα δηλώνουν αδυναμία κατανόησης ότι ο δημοσιονομικός χώρος δεν αφορά συγκεκριμένα έτη καθώς καθορίζεται σε μεσοπρόθεσμη προοπτική με βάση υποθέσεις που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2022 θα μειωθεί σημαντικά όχι εξαιτίας δημοσιονομικών πλεονασμάτων ή της σημαντικής αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αλλά κυρίως εξαιτίας της εκτόξευσης του πληθωρισμού σε πρωτοφανή επίπεδα. Η επίδραση του πληθωρισμού στη μείωση του χρέους είναι συγκυριακή. Η επαναφορά του μεσοπρόθεσμα στον στόχο του 2% σε συνδυασμό με το σταδιακό πέρασμα του δημοσίου χρέους από σταθερά και χαμηλά σε μεταβλητά και υψηλότερα επιτόκια στη δεκαετία του 2030 θα μετριάσουν την ευνοϊκή επίδραση. Τότε, πέρα από την ανάπτυξη θα απαιτηθούν δημοσιονομικά πλεονάσματα για να μειωθεί το δημόσιο χρέος.
Η ενεργειακή κρίση και τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ μπορεί να οδηγήσουν την Ελλάδα και άλλες χώρες της ευρωζώνης σε στασιμότητα ή ύφεση και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε πειστικές απαντήσεις σε μια ενδεχόμενη συζήτηση για το δημόσιο χρέος το οποίο μπορεί να μας απειλήσει όπως και το 2009.
Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών