Oι αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του Στέργιου Πιτσιόρλα και του Σπύρου Σαγιά επί κυβερνήσεων των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αναδεικνύουν την υποκρισία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κατηγορεί τον σημερινό Πρωθυπουργό ότι είτε γνώριζε την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, άρα λέει ψέματα, είτε δεν τη γνώριζε, άρα δεν ελέγχει τις υπηρεσίες που εποπτεύει. Τα ίδια, και χειρότερα, θα μπορούσε να πει κανείς και για τον Αλέξη Τσίπρα: είτε γνώριζε την παρακολούθηση ενός στενού του συνεργάτη, ο οποίος μάλιστα εκείνη την περίοδο διοικούσε το ΤΑΙΠΕΔ, είτε δεν τη γνώριζε, κάτι που σημαίνει ότι ευαίσθητες πληροφορίες έφταναν σε ακατάλληλα αφτιά.
Ο,τι και να συνέβη, όπως και να συνέβη, τα ερωτήματα, αντί να απαντώνται, πολλαπλασιάζονται. Πόσοι άνθρωποι παρακολουθούνται σε αυτόν τον τόπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, είτε νομίμως είτε παρανόμως, είτε εν γνώσει του Πρωθυπουργού είτε εν αγνοία του; Για ποιους λόγους; Με ποιες διαδικασίες; Και τι συμβαίνει με τους φακέλους τους στη συνέχεια, καταστρέφονται ή κυκλοφορούν στην «αγορά» με κίνδυνο να φτάσουν σε ακατάλληλα χέρια;
Τα ερωτήματα αυτά άπτονται προσωπικών δεδομένων, ατομικών δικαιωμάτων, ενίοτε και εθνικών συμφερόντων, δεν μπορεί λοιπόν να παρακάμπτονται στο όνομα του απορρήτου. Οι μυστικές υπηρεσίες και η διαφάνεια είναι φυσικά έννοιες ασύμβατες μεταξύ τους. Από το σημείο αυτό όμως μέχρι το να αισθάνεται κάθε πολίτης, πολιτικός ή μη, ότι η ιδιωτικότητά του μπορεί να παραβιάζεται, υπάρχει μια τεράστια απόσταση. Που καμιά κυβέρνηση δεν έχει εξουσιοδοτηθεί να διανύσει.