Η μουσική τους όχι απλώς δεν θέλει να αλλάξει τον κόσμο, αλλά τον ονειρεύεται όλο και χειρότερο. Το πρότυπο της επιτυχίας που ξεπηδά από τους στίχους τους προκαλεί τρόμο: Ανθρωποι χαμένοι σε ατομικούς παραδείσους, με στόχους κούφιους, χωρίς συναισθήματα και ανθρωπιά. Εύκολα λεφτά – με κάθε μέσο -, ακριβά αμάξια, βία, ναρκωτικά, γυναίκες επί πληρωμή. Είναι τελικά αυτό τέχνη; Οι εκπρόσωποι της τραπ έχουν απασχολήσει τα αστυνομικά δελτία περισσότερο από ό,τι τις μουσικές στήλες. Δημόσιοι ξυλοδαρμοί, συλλήψεις για οπλοκατοχή, ναρκωτικά, ληστείες, ακόμη και βιασμοί περιλαμβάνονται στα βιογραφικά τους που συχνά εμπίπτουν στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Κι αν για τον κόσμο των ενηλίκων η εικόνα τους είναι αποκρουστική – και ενίοτε γραφική -, εκείνοι έχουν το δικό τους κοινό. Και είναι παιδιά – ηλικίας το πολύ έως 20 ετών.
Γιατί, όμως, μια μουσική υποκουλτούρα που άρχισε να διαδίδεται τις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Ατλάντα των ΗΠΑ, σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτης διακίνησης και κατανάλωσης ναρκωτικών, αγγίζει τις νεανικές ψυχές στη χώρα μας; Γιατί βρίσκει κοινό σε εφήβους με τελείως διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο;
Στρεβλή οργή. «Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης έχει παραγάγει σε κοινωνικό επίπεδο τη βία, την ένταση των στερεοτυπικών αναφορών, την απουσία κοινωνικών ευαισθησιών και οραμάτων. Κι αυτό διότι έχουμε εκπέσει σε μια εποχή παραίτησης και ματαίωσης των ονείρων. Ολο αυτό συνεπάγεται ένταση της βίας» λέει στα «ΝΕΑ» ο κοινωνιολόγος Χαράλαμπος Στέρτσος. «Πρέπει κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι η τραπ δεν αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο, με την έννοια ότι δεν στηρίζεται σε κοινωνικά κινήματα. Είναι όμως μια μουσική που ξεχωρίζει από τα άλλα είδη καθώς αντιπροσωπεύει έναν βουβό θυμό, ο οποίος παίρνει ήχο στην εκφορά της και δηλώνει τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας των νέων να διαμορφώσουν ένα όραμα. Δεν ακουμπά επάνω στη συλλογικότητα, στην κοινότητα, στη συνεργασία, στην αλληλεγγύη αλλά παράγει ένα πρότυπο τελείως αδιέξοδο και εντέλει αντικοινωνικό και αντιλειτουργικό. Είναι μια στρεβλή οργή που εμπλέκεται με παραβατικότητα και εντείνει το αδιέξοδο» συνεχίζει ο ειδικός.
Οπως επισημαίνει ο ίδιος, «η μουσική παράγει πρότυπα. Και καθώς οι έφηβοι διέρχονται μια εποχή μετάβασης, αυτού του είδους η μουσική τούς επηρεάζει προβάλλοντας μια κακώς εννοούμενη ενηλικίωση. Η ανευθυνότητα, ο εύκολος πλουτισμός έξω από τους παραδεδεγμένους δρόμους της κοινωνίας, όλα αυτά οδηγούν στην περιθωριοποίηση» λέει και καταλήγει: «Αλλωστε, η συγκεκριμένη μουσική εκφράζει μια ματαίωση και όλα αυτά υποκρύπτουν μια παραίτηση: Τα θέλουμε όλα, αλλά τα θέλουμε εύκολα. Οι γονείς οφείλουν να είναι κοντά στα παιδιά τους, να συζητούν διαλεκτικά όλες τις απόψεις και με βάση τους προβληματισμούς τους να μπορούν να τα καθοδηγήσουν στους δρόμους της εποχής, με στόχους πιο δημιουργικούς και αποδεκτούς από το κοινωνικό σύνολο».