Σε κάθε μας καλοκαιρινή συνάντηση στην Ερμούπολη εδώ και επτά χρόνια αρχίζαμε μία συζήτηση που αφήναμε ανολοκλήρωτη για την επόμενη σεζόν. Κάθε της απόσπασμα οδηγούσε στη γνωριμία μας. Μέσα από ξεκαρδιστικά πειράγματα, διαπεραστικές παρατηρήσεις, μικρές απουσίες ή μεγαλύτερες παύσεις, στιγμιαίες αρνήσεις και εκπληκτική όρεξη για αφηγήσεις περιπετειών της έντονης ζωής του ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης σε προκαλούσε να τον προσέξεις για να τον δεις.
Διεθνής ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 με ένα πλούσιο έργο μικρού και μεσαίου μήκους, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης αναδύθηκε μέσα από το queer cinema, όπως ο ίδιος το αντιλήφθηκε – σαν ένα φόρο τιμής στον Ζαν Ζενέ, τον Κώστα Τσαρούχη και τον Ντέρεκ Τζάρμαν – για να κερδίσει βραβεία και διακρίσεις πριν ολοκληρώσει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους στην Αγγλία, το «Three Steps to Heaven» και φτάσει μέχρι το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες. Ακολούθησαν οι ταινίες μεγάλου μήκους «Από την Ακρη της Πόλης», «Δεκαπενταύγουστος», «Ομηρος» και οι συμμετοχές του σε διεθνή φεστιβάλ.
Πριν από τον σημερινό δημοσιευμένο καφέ μας είχαμε ήδη πιεί μία φυτεία καφέ συζητώντας. Τα παιδικά του χρόνια χρόνια στο Σίδνεϊ, οι σπουδές οικονομικών, ιστορίας και φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια Κιλ και Μπέρμιγχαμ, τα πρώτα του βήματα με ανεξάρτητες ταινίες μικρού μήκους στην Αγγλία, οι απόψεις του για την ομοφυλοφυλία, η αιχμηρή αισθητική ματιά του, τα ταξίδια μύησης στον Αμαζόνιο, τα αρχινισμένα σενάρια που ακόμη περιμένουν τη στιγμή τους, όλα απλώθηκαν ανάμεσά μας οδηγώντας στην τωρινή συνομιλία, που έγινε λίγες μέρες πριν απ’ τη συμμετοχή του ως πρόεδρος στην κριτική επιτροπή του εθνικού διαγωνιστικού προγράμματος στο 45ο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας που ξεκίνησε χθες.
Πώς βλέπεις να εξελίσσεται το ντοκιμαντέρ;
Αν ο κινηματογράφος έχει αλλάξει και έχει εξαφανιστεί θα έλεγα η έννοια του auteur κινηματογραφιστή και έχει γίνει κάτι άλλο, τείνοντας σε ένα είδος καθαρά βιομηχανικό, το ντοκιμαντέρ ως φόρμα είναι το μόνο που αφήνει περιθώρια πειραματισμού και ανακάλυψης. Σε αυτό δεν υπάρχει εκ των προτέρων σενάριο. Προϋπάρχει μία ιδέα και το γράφεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και του μοντάζ. Το ντοκιμαντέρ έχει την ελευθερία του δοκιμίου, του πειραματισμού που δεν τα βρίσκεις στο mainstream σινεμά. Μπορεί να είναι το οτιδήποτε. Νομίζω ότι είναι η καλύτερη βάση για να προχωρήσεις στη μυθοπλασία. Μαθαίνεις μόνος σου να δημιουργείς σενάριο μέσα από διάσπαρτα υλικά που έχεις τραβήξει για μία ιδέα, η οποία δεν έχει σχηματιστεί τελείως. Είναι η αλφαβήτα…
Εύκολο ή δύσκολο είδος;
Δύσκολο. Κάνω ένα ντοκιμαντέρ τώρα για τη μητέρα μου. Το ψάχνω ακόμα. Το παρέδωσα στο Κέντρο Κινηματογράφου από όπου πήρα ορισμένα χρήματα, χωρίς πολλά γραφειοκρατικά προβλήματα. Ευγνώμων. Είναι ένα θέμα μεταξύ AIDS, Covid-19, θνητότητας, γενιές, ηλικία, πότε και πώς πεθαίνεις, η σχέση με το άτομο που αρρωσταίνει και είναι έτοιμο να σβήσει. Είναι όλα αυτά τα πράγματα μαζί. Εχω κάνει ένα πρωτόλειο κομμάτι 40 λεπτών, αλλά χρειάζεται ψυχική και συναισθηματική αποστασιοποίηση για να το κάνω 90′.
Λόγω της ιδιαίτερης προσωπικής σχέσης, γίνεται ένα διανοητικό παιχνίδι για σένα η ολοκλήρωσή του;
Είναι ωραίο υλικό. Αλλωστε η μητέρα μου είναι και φοβερή ηθοποιός. Θέλω να το κάνω σωστά γιατί είναι σε αυτό η μάνα μου, φίλοι που έχουν πεθάνει κατά τη δεκαετία του ’80 και του ’90 …Είναι μεγάλα θέματα αυτά. Αναφέρεται στο ’80 και στη δική της έγνοια να μην πεθάνω εγώ τότε από AIDS. Στην εποχή του Covid βγαίνει η δική μου φροντίδα για εκείνη. Γι’ αυτό έχει να κάνει με τη θνητότητα και την προσωπική σχέση με κάποιον άνθρωπο.
Εχεις βρει τίτλο;
«Δύο επιδημίες και μία μητέρα». Είναι η σχέση του ομοφυλόφιλου γιου και της μητέρας του. Η οποία από τη μία είναι πολύ υποστηρικτική και από την άλλη τελείως αντιδραστική. Εχει μία αντίφαση η στάση της. Ανήκει σε μία γενιά γονέων που δεν διαχειρίστηκαν τη μεταβολή των παιδιών τους από το ένα φύλο στο άλλο. Είναι πολύ πιο συντηρητική και τη θαυμάζω που μπορούσε να μας αντέξει – εμένα και τον αδελφό μου – και να βγει αλώβητη συναισθηματικά. Οπως βγήκαμε και εμείς αλώβητοι.
Στις επόμενες κινήσεις σου ξαναβλέπεις υλικό από το παρελθόν για νέα ταινία;
Το «Tuntenhaus» ή «House of Queers». «Το σπίτι των κραγμένων» όπως ονομάζεται ήταν μία παραγωγή που κάναμε με τη σκηνοθέτη Τζουλιέτ Μπασόρ για το αγγλικό Channel 4. Αρχικά ήταν μια γκέι κατάληψη στο Μαϊντζερστράσε στο ανατολικό Βερολίνο. Είχαμε καταγράψει τι γινόταν στο Tuntenhaus στις μέρες της αναρχίας και των ταραχών που ακολούθησαν την επανένωση της Γερμανίας, την ξαφνική εισβολή από 3.000 αστυνομικούς της Δυτικής Γερμανίας, οπλισμένους με τανκς και δακρυγόνα σε μια μαζική επιχείρηση έξωσής τους. Σε αυτό το κτιριακό σύμπλεγμα -μεγαθήριο έμενε όλο το LGBTQ+ κίνημα, πριν γίνει LGBTQ+. Σήμερα είναι πια θεσμός και γίνονται ξεναγήσεις δείχνοντας στον κόσμο πως ήταν η περιοχή του Μαϊντζεστράσε. Μετά από 30 χρόνια θα δώσουμε συνέχεια. Νομίζω ότι είναι η στιγμή της Τζουλιέτ. Πρόκειται να γίνει μία ταινία ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους με υλικό που είχα τραβήξει το 1989-90 για το αυτόνομο κίνημα του Βερολίνου και θα προσθέσουμε ό,τι συμβαίνει σήμερα, κάνοντας συνεντεύξεις με τα ίδια πρόσωπα αλλά και με τους νεοναζί.
Πήγες στο Χόλιγουντ στα 35 σου. Τι κατάλαβες;
Είχα κάνει την πρώτη μου μεγάλου μήκους, την πήραν στη Miramax, βγάλαμε λεφτά, μπλα, μπλα, μπλα, ήταν hot κ.λπ. Ε καλά, η Miramax αγόραζε όλες τις ταινίες για να μην τις αγοράζουν οι ανταγωνιστές. Εκεί είχα επαφές με πολλούς παραγωγούς. Ομως δεν κόλλησα με αυτούς τους ανθρώπους. Πολύ απλά. Εκανα μάλλον λάθος επιλογές. Αρρωστο, ε;
Στη Δυτική Ακτή υπάρχει ένα όμορφο πλήθος έτοιμο για όλα. Αναμενόμενο να παρασυρθείς από έναν τέτοιο ανεμοστρόβιλο και να μην υπάρχει σκοπός.
Κοίτα, για να γίνεις όλο αυτό που πρέπει να γίνεις, πρέπει να έχεις μία στρατηγική. Εγώ δεν είχα ποτέ στρατηγική, ούτε έβλεπα τον εαυτό μου ως σκηνοθέτη. Με έβλεπα να κάνω οπτικά δοκίμια. Για εμένα δεν δούλευε η δημιουργία μίας ταινίας σαν μία παρτίδα σκάκι, προβλέποντας δέκα κινήσεις. Δούλευα πάνω στην ιδέα της στιγμής, σα να ετοίμαζα ένα δοκίμιο. Φαντάζομαι ότι όποιος γράφει ένα δοκίμιο δεν έχει κάποια στρατηγική. Δεν μπαίνω ούτε στην κατηγορία του film maker. Μεταχειρίζομαι αυτή τη φόρμα αλλά για κάτι άλλο. Αντί να γράφω, δείχνω με εικόνες. Γι’ αυτό νομίζω ότι είναι παράλογο να χαράξεις μία στρατηγική κινηματογραφικής καριέρας. Απλώς σκέφτεσαι «από πού μπορώ να πάρω λεφτά για να κάνω την επόμενη ιδέα μου».
Τι είναι το σινεμά σήμερα;
Οπερα. Ενα είδος που μπήκε στη συντήρηση και διατηρείται. Αυτό το είδος σινεμά που εμένα ενδιαφέρει, δηλαδή ο συγγραφέας-auteur, αυτοί οι μεγάλοι κινηματογραφιστές του ’60, ’70, ’80 οι οποίοι μεταχειρίζονταν αυτή τη φόρμα ως ένα λαϊκό μέσο για να πάνε μερικά πράγματα μέσα από μία ιδεολογία, έναν ουμανισμό, μία αντίληψη της ανθρωπότητας, θέλοντας να πουν κάτι, c’est mort! (σ.σ. είναι πεθαμένο). Δεν ήθελαν να κάνουν ένα προϊόν. Δεν ήταν μέσα στο μυαλό τους το θέμα της εμπορικότητας. Προφανώς και δεν ήθελαν να χρεοκοπήσουν αλλά είχαν έναν άλλο σκοπό, άλλο όραμα. Ενώ σήμερα έχουμε μία πληθώρα οπτικοακουστικών μέσων και ο καθένας μπορεί να γίνει και σταρ στη δική του ταινία, που λέγεται Tik Tok. Μέσα σε αυτό όλα τα παιδιά μπορούν να είναι σταρ. Με τα πανέμορφα σώματά τους, με τις απίστευτες φατσούλες, με τη σωματική ευελιξία τους, τον ερωτισμό τους. Γιατί να θέλεις κάποιον άλλον αφού το κάνεις μόνος σου; Επίσης, υπάρχει πραγματικό star system; Δηλαδή να πας στον κινηματογράφο και να γοητευτείς από μία ντίβα ή έναν jeune premier; Ακούς χίλια ονόματα αλλά ποιος δίνει σημασία; Βλέπεις πρόσωπα τελείως αδιάφορα που δεν εκπέμπουν κανένα χάρισμα. Οκ, καλοί ηθοποιοί δεν λέω. Πολύ καλή η τεχνική τους, αξιοπρεπέστατοι, μπλα-μπλα. Αλλά δεν πάω στο σινεμά γι’ αυτούς. Οσο για τον Τομ Κρουζ και τον Μπραντ Πιτ είναι υπολείμματα μίας άλλης κινηματογραφικής εποχής. Ως αληθινοί σταρ αρνούνται να μπούνε στη φόρμα της μικρής οθόνης και των streaming σειρών. Εχουν ακόμη το κασέ και λόγω καλού παρουσιαστικού εξακολουθούν και τραβάνε το κοινό στις αίθουσες. Ομως έχει τελειώσει πια η εποχή του δημιουργού-σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης εναλλάσσεται πια από κάποιες δυνάμεις επιρροής που τον κατευθύνουν δίνοντας του το σενάριο. Στο Netflix για παράδειγμα είναι πιο άκομψες οι συνθήκες γιατί σε μία σειρά μπορεί να υπάρχουν τέσσερις-πέντε διαφορετικοί σκηνοθέτες που καθένας αναλαμβάνει από ένα επεισόδιο.
Το σενάριο δεν έχει αξία;
Οι σεναριογράφοι αποκτούν μία εξουσία μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Οταν πας σε αυτή τη συνθήκη νομίζω ότι είναι συγκεκριμένο είδος ανθρώπου που ανταπεξέρχεται. Είναι business στην οποία πρέπει να είσαι αρκετά καπάτσος. Μοιάζει κάπως με το περιβάλλον της διαφήμισης. Ναι μεν ο σκηνοθέτης είναι παρών αλλά υπάρχει ο δημιουργικός διευθυντής, οι παραγωγοί, η ομάδα του μάρκετινγκ, αντιπρόσωποι από άλλες διαφημιστικές εταιρείες. Αν μπορείς να διαχειριστείς αυτό το παζλ έχεις εξασφαλισμένη καριέρα και αρκετά καλά λεφτά. Προσωπικά μεταχειρίστηκα το μέσο κάνοντας αυτά τα δικά μου πράγματα. Ηταν μία περίοδος του κινηματογράφου που μπορούσα με το δικό μου μικρό τρόπο να σφηνώσω μέσα κάνοντας κάτι. Από εκεί και πέρα το οπτικοακουστικό έχει πάρει χιλιάδες κατευθύνσεις. Ολοι είμαστε κινούμενοι θεατές με κινητές οθόνες, κάνοντας plug in για να δούμε τι συμβαίνει παγκόσμια. Αυτό είναι σούπερ, δεν διαφωνώ.
Σε βοήθησε η τεχνολογία στο έργο σου;
Είναι τέλειο να μπορείς να βρίσκεσαι σπίτι σου, να κάνεις μικρά πράγματα και να κάθεσαι στο κρεβάτι κάνοντας μοντάζ. Δεν είμαι κανένας Λουδίτης του 19ου αιώνα να σπάει τις μηχανές για να μη χάσει τη δουλειά του. Εγώ είμαι γκατζετάς. Αυτά τα λατρεύω.