Η επίσημη έξοδος της χώρας από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας προ ολίγων ημερών πανηγυρίστηκε ως η επισφράγιση της αποτελεσματικής κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων, θεωρήθηκε δε πως δημιουργεί περισσότερη ευχέρεια στην άσκηση της τελευταίας, χωρίς τα προσκόμματα της Εποπτείας. Στην πραγματικότητα, η σημασία της άρσης της Ενισχυμένης Εποπτείας είναι συμβολικού χαρακτήρα μιας και επισφραγίζει την – τουλάχιστον τυπική – μετάβαση από την Ελλάδα της κρίσης, στην Ελλάδα του σήμερα, κλείνοντας παράλληλα ένα ιστορικό κεφάλαιο περιπετειώδους διέλευσης της χώρας από οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά δεινά. Εξάλλου, όλοι εμείς οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε πως η Εποπτεία από μόνη της ελάχιστα περιόριζε την άσκηση ουσιαστικής οικονομικής πολιτικής. Περισσότερο προσέθετε ένα διοικητικό βάρος αναλυτικής παράθεσης δράσεων προς επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, υπό την απειλή της υποχρεωτικότητας συμμόρφωσης.
Ερωτάται το κατά πόσο είναι ρεαλιστική η προσδοκία, μετά και την άρση της Ενισχυμένης Εποπτείας, της επίτευξης επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία από τουλάχιστον έναν από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης που λαμβάνει υπόψιν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (S&P, DBRS, Moody’s και Fitch) εντός του επόμενου εξαμήνου. Η επενδυτική βαθμίδα θα επιτρέψει αδιαμφησβήτητα τη σημαντική μείωση του δημοσίου δανεισμού, επιτρέποντας την πρόσβαση σε φθηνότερα κεφάλαια με πιο ευέλικτους όρους, θα προκαλέσει την ένταξη των κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, θα βοηθήσει την είσοδο διεθνών ιδιωτών επενδυτών στις τράπεζες, αυξάνοντας τη ρευστότητα των τελευταίων και μειώνοντας το κόστος δανεισμού και για τις ελληνικές επιχειρήσεις, πράγμα αναγκαίο στις συνθήκες πληθωρισμού και αύξησης των επιτοκίων που επικρατούν στην Ευρώπη.
Η πιο ασφαλής απάντηση, ωστόσο, είναι πως η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν από το τέλος του 2023 ή τις αρχές του 2024. Αφενός, η πολιτική αστάθεια που δημιούργησε πρόσφατα η θερινή εκλογολογία και το σκάνδαλο των υποκλοπών και αφετέρου η μακροοικονομική ανασφάλεια της προ-ύφεσης που προκαλεί η ενεργειακή κρίση και στη χώρα μας αποτελούν παράγοντες που λαμβάνουν υπόψιν οι οίκοι αξιολόγησης. Είναι ενδεικτικό πως για αντίστοιχους λόγους, συζητείται η πιθανότητα της υποβάθμισης της ιταλικής οικονομίας από τους ίδιους οίκους στους επόμενους γύρους αξιολόγησης, πράγμα που θέτει το αντιπροσωπευτικό πλαίσιο της σχετικής συζήτησης.
Εξάλλου, η επενδυτική βαθμίδα δεν θα πρέπει να αποτελεί κάποιου είδους πολιτικό ή οικονομικό φετίχ. Η Κυβέρνηση θα κληθεί άμεσα να αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα διεθνούς προέλευσης που θα επηρεάσουν τις ζωές χιλιάδων Ελλήνων. Η ενίσχυση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και η προστασία τους από την ενεργειακή κρίση, η καταπολέμηση της ανεργίας και της ακρίβειας, η αναδιάρθρωση του δημόσιου εκπαιδευτικού και υγειονομικού συστήματος, η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε συνθήκες πραγματικής οικονομίας είναι στόχοι, η επίτευξη των οποίων δεν απαιτεί απαραιτήτως και κατ’ αρχήν την επίτευξη υψηλότερης επενδυτικής βαθμίδας.
Ο Ορέστης Ομράν είναι δικηγόρος και διεθνής οικονομικός αναλυτής