Δύο ηγέτες παγκοσμίου κύρους, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και η βασίλισσα Ελισάβετ, έφυγαν από τη ζωή σε διάστημα δέκα ημερών. Και οι αντιδράσεις στους θανάτους τους ανέδειξαν ένα παράδοξο. Ο ηγέτης που κυβέρνησε, και προσπάθησε να αλλάξει ριζικά τη χώρα του, άφησε πίσω του ανάμεικτα συναισθήματα: άλλοι συμπατριώτες του τον θαύμαζαν κι άλλοι τον μισούσαν. Η ηγέτις που βασίλευσε και επιδίωξε να κρατήσει τη χώρα της σε μια σταθερή πορεία αφήνει πίσω της μια μονοσήμαντη κληρονομιά: η συντριπτική πλειονότητα των Βρετανών τη λάτρευε.

Ισως τελικά να μην πρόκειται για παράδοξο. Γιατί αυτό που χρειάζονται πρωτίστως τα έθνη είναι ένα σημείο αναφοράς, μια άγκυρα, μια φυσιογνωμία που να τους παρηγορεί στα τραγικά και να τους εμψυχώνει στα δύσκολα. Και με εξαίρεση ίσως την πολύνεκρη τραγωδία στο Αμπερφαν, τον Οκτώβριο του 1966, η βασίλισσα Ελισάβετ έπαιξε υποδειγματικά αυτόν τον ρόλο. Από το φιάσκο του Σουέζ, το 1956, μέχρι τις τρομοκρατικές επιθέσεις του IRA και τη ρήξη με την Ευρώπη, η αγαπημένη «Λίλιμπετ» ήταν παρούσα, διατηρώντας την ψυχραιμία της και την αισιοδοξία της. Κι όταν η πανδημία έκλεισε τους Βρετανούς στα σπίτια τους, απηύθυνε στο έθνος το ίδιο μήνυμα που είχε στείλει οκτώ δεκαετίες νωρίτερα η Βέρα Λιν: «We will meet again».

Ο θάνατος της «μητριάρχισσας», όπως αποκαλούσαν πολλοί τη γυναίκα που αγκάλιασε από τον θρόνο της δύο αιώνες, σηματοδοτεί και τυπικά το τέλος των βεβαιοτήτων. Ο Κάρολος Γ’ μπορεί να εκπληρώνει στα 73 του χρόνια ένα όνειρο που είχε από μικρός, γνωρίζει καλά όμως ότι δεν θα φτάσει τη μητέρα του ούτε ως προς τη δημοτικότητα ούτε ως προς τη μεταδοτικότητά της. Εκείνη συνέπεσε με έναν Τσόρτσιλ. Εκείνος συμπίπτει με μια Τρας. Εκείνη εξοικείωσε τη χώρα της με την απώλεια της αυτοκρατορίας. Εκείνος καλείται να εξοικειώσει τη χώρα του με μια μοναχική πορεία εν μέσω ενός πολέμου που κανείς δεν ξέρει τι μορφή θα πάρει, τι συνέπειες θα έχει και πότε θα τελειώσει.

Ο Θεός σώζοι λοιπόν τον βασιλιά.