Γύρω στα επτά – οκτώ χρόνια έζησα στη γειτονιά των Αγίων Θεοδώρων στη Μυτιλήνη. Από τα εννιά μου χρόνια μέχρι τα δεκαεπτά. Μια γειτονιά σφραγισμένη από τον ομώνυμο ναό, πανάρχαιο. Οι κίονες της εισόδου, παρμένοι από το ιερό κάποιας αρχέγονης θεάς, ίσως και της προ-αρχαϊκής εποχής. Το σπίτι μας έβλεπε και στον προαύλιο χώρο και στον εκκλησόκηπο, στην πίσω μεριά της εκκλησίας, γεμάτη εσπεριδοειδή και φραουλιές. Από το παράθυρό μου, πίσω απ’ αυτό το περιβόλι, στο βάθος, παλιά αστικά σπίτια, πανέμορφα. Το προαύλιο του ναού έπιανε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής.

Λες και το σπίτι μας ήταν χτισμένο σχεδόν μέσα στον ευρύτερο χώρο της εκκλησίας. Δυο βήματα πιο εκεί από το ναό των Αγίων Θεοδώρων, η Μητρόπολη της Μυτιλήνης, με το νεογοτθικό καμπαναριό που φαινόταν σαν γλυπτό κυπαρίσσι πάνω από το χαμηλό καμπαναριό της δικής μας ενορίας. Το ρολόι του καμπαναριού της Μητρόπολης χτυπούσε τις ώρες κάθε τόσο, πολλές φορές δεν ήξερες αν ήταν η καμπάνα ή ο ήχος του ρολογιού. Σε πολύ μικρή ακτίνα, γύρω τριγύρω στη γειτονιά, ο ιστορικός ναός των Αγίων Αποστόλων, ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο Αγιος Ευδόκιμος, η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης. Μια περιοχή όπου γειτόνευαν πολλές εκκλησίες με τις ενορίες τους να συγχέονται.

Παιχνίδια στο προαύλιο του ναού

Το σπίτι μας τρίπατο, μεσοπολεμικό, θύμιζε μοντέρνο νεοκλασικό. Χτισμένο στο βάθος ενός μικρού δρόμου, πλακόστρωτου, που κατέληγε στον κεντρικό δρόμο της Αγοράς. Οι κρότοι του πρωινού ήταν χαρακτηριστικοί, μόνιμοι και μονότονοι. Το σφυρί ενός σιδεράδικου, το πριόνι ενός ξυλουργείου και τα κάρα που περνούσανε διαρκώς, οι ρόδες πάνω στις πλάκες του δρόμου και το ρυθμικό χτύπημα απ’ τα πέταλα των αλόγων. Τ’ αυτοκίνητα τότε ήταν πολύ σπάνια. Απέναντι, στην άλλη πλευρά του δρόμου της Αγοράς, ένα παρατημένο αρχοντικό, σαν ψηλή φθαρμένη σιφονιέρα, μ’ έναν πανύψηλο φοίνικα στην κρυμμένη αυλή του. Απ’ την κίνηση των κλαδιών του φοίνικα, θυμάμαι τη μητέρα μου να μαντεύει τον καιρό στα βόρεια του νησιού.

Τα απογεύματα, νέκρα. Κυρίως τον χειμώνα. Ολα κλειστά και μόνο πού και πού η φιγούρα ενός περαστικού που περνούσε κυριολεκτικά σαν το κλέφτη. Είχες την αίσθηση του φόβου. Η παγωνιά, η συννεφιά έκλεινε τα πάντα στον εαυτό τους. Την άνοιξη, όλα άλλαζαν. Λουδούδιαζαν τα μπαλκόνια, οι αυλές, ο εκκλησόκηπος. Από τα ανοιχτά παράθυρα του ναού, τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ακούγονταν οι γυναίκες να στολίζουν τον επιτάφιο και να ψάλλουν τροπάρια κι εγκώμια ως τα χαράματα της Μεγάλης Παρασκευής. Θύμιζε χορό που κάνει καντάδα.

Τα καλοκαίρια, η ζέστη πύρωνε τα πλακόστρωτα όπου έθαλλαν από μόνα τους μεθυστικά νυχτολούδια. Ενα χαρμάνι από την ευωδιά τους ανάκατη με τη μυρωδιά του γιασεμιού ερεθίζει την ψυχολογική μνήμη μέχρι σήμερα. Παιδικά παιχνίδια στο προαύλιο του ναού ως αργά το βράδυ που κατόρθωναν να τα σταματήσουν μόνο οι αυστηρές φωνές των γονιών από τα μπαλκόνια.

Μικρασιατική Καταστροφή

Σταματώ σε μια συγκεκριμένη ανάμνηση. Ιούλιος του 1974. Μόνος στο σπίτι, περιμένοντας έναν φίλο μου να πάμε για μπάνιο. Διάβαζα μανιωδώς τον «Κίτρινο Φάκελο» του Καραγάτση. Οι δικοί μου έλειπαν. Είχανε πάει στο παραθαλάσσιο εξοχικό μας. Είχα απορροφηθεί από την ανάγνωση, με κλειστά παράθυρα, έξω μανιωδώς λαλούσανε τα τζιτζίκια όσο κορυφωνότανε η ζέστη με το πέρασμα της ώρας. Ο φίλος μου δεν ερχόταν, θα πρέπει να με είχε στήσει κανένα μισάωρο, εξακολουθούσα να διαβάζω Καραγάτση και να περιμένω ανυπόμονος, μέχρι που ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν μια φίλη της μητέρας μου, μόνιμη πια κάτοικος Αθηνών, είχε έρθει για κάποιες υποθέσεις στο νησί για λίγες ημέρες. Ζήτησε τη μητέρα μου. Της είπα ότι λείπει, κι όταν τη ρώτησα αν ήθελε σε κάτι να τη βοηθήσω εγώ, μου απάντησε έκπληκτη: «Μα τι να με βοηθήσεις, παιδί μου, με όλο αυτό που συμβαίνει;».

Δεν είχα πάρει είδηση. Ανοιξα την πόρτα, διέσχισα το προαύλιο του ναού και βγήκα στην Αγορά, όχι από το κεντρικό δρόμο αλλά από ένα άλλο, στην άλλη μεριά, πάρα πολύ μικρό, σχεδόν κρυφό, σοκάκι. Απερίγραπτος πανικός. Γυναίκες τραβούσανε τα μαλλιά τους κι έκλαιγαν. Μαγαζάτορες έκλειναν άρον άρον τα μαγαζιά. Νεαροί άντρες έτρεχαν, προφανώς να καταταγούν. Ολα έκρυθμα, εκτός ελέγχου. Αυτή η εικόνα, ανάμεικτη με διηγήσεις από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μένει πάντα στο ασυνείδητο, αμετάθετη. Κάθε καλοκαίρι, όταν περνώ από εκεί, σαν ξένος πια, μου είναι αδύνατο να ξανασυνδεθώ με εκείνη την αίσθηση και απορώ για την ικανότητα της ζωής και του χρόνου να στήνει και να ξεστήνει σκηνικά μιας παράστασης με αληθινά θύματα και αληθινό αίμα.

Από το ίδιο στενό σοκάκι, μικρός μαθητής, λίγα χρόνια πριν, επιστρέφοντας από το σχολείο, μόλις μπήκα στο προαύλιο του ναού των Αγίων Θεοδώρων, ώστε να το διασχίσω, να βγω από τη σιδερένια αυλόπορτα, και να φτάσω μέχρι τη δική μας, αντίκρισα, στην κορυφή της εξωτερικής σκάλας με το αναρριχητικό, όρθιο το σκέπασμα του φέρετρου δίπλα στην είσοδο του σπιτιού μας ακουμπισμένο, σημάδι ότι είχε πεθάνει εκείνο το πρωινό, ενώ ήμουνα στο σχολείο, η γιαγιά μου.

Θάνατος. Πανικός. Νυχτολούλουδα. Επιτάφιος. Παιδικά παιχνίδια. Φοίνικας. Φραουλιές. Λεμονανθοί. Πλακόστρωτα. Παλιά κτίσματα. Ιχνη αρχαία. Κι εκκλησίες. Πολλές εκκλησίες…

Ο Στρατής Πασχάλης είναι μεταφραστής και ποιητής