Οταν έφτασαν στο πρώτο ελληνικό λιμάνι, ξεριζωμένοι βίαια από την παλιά τους ζωή, πήραν την εικόνα του Αγίου Ελευθερίου που είχαν κουβαλήσει μαζί τους από τη Μικρασία και την έκοψαν στα δύο. Το ένα κομμάτι το κράτησε μία οικογένεια προσφύγων και το δεύτερο μια άλλη, γιατί έτσι ένιωθαν ότι θα ήταν πλέον και οι ίδιοι: Διασκορπισμένοι σε μια νέα πατρίδα. Και συμφώνησαν: «Οταν ανταμώσουμε πάλι, θα ξαναενώσουμε την εικόνα.» Αυτή η μισή εικόνα του Αγίου Ελευθερίου, που 100 χρόνια μετά, δεν ενώθηκε ποτέ ξανά, είναι ένα από τα αντικείμενα που εντόπισαν έλληνες ιστορικοί αναζητώντας απαντήσεις στο ερώτημα: Τι έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα μετά τον Αύγουστο του 1922;
Ψάχνοντας σε σπίτια προσφυγικών οικογενειών, σε σωματεία Μικρασιατών και σε αυτοσχέδια μουσεία κατάφεραν να ξεχωρίσουν 100 αντικείμενα της προσφυγιάς που διηγούνται, έναν αιώνα μετά, τις ιστορίες ζωής των ιδιοκτητών τους. Και που ξυπνούν μνήμες από ένα τραγικό κεφάλαιο του Ελληνισμού δίνοντας πνοή στην επίσημη Ιστορία.
Τι έχει να πει στο κοινό ένα ούτι από την Καππαδοκία και πώς βρέθηκε σε έναν προσφυγικό καταυλισμό του Πειραιά; Τι περιλαμβάνει το ημερολόγιο μιας μικρασιάτισσας μαθήτριας που ξεκίνησε να γράφεται στις αρχές του περασμένου αιώνα και γιατί ένα φανάρι από το Σούγκουρλου που έφτασε στη Θεσσαλονίκη – αφού πρώτα είχε φυγαδευτεί στην Κωνσταντινούπολη – ταυτίστηκε με τη γέννηση δύο παιδιών; Και τι ονειρευόταν ο νεαρός άνδρας που έφερνε με σπουδή στην Ελλάδα το χειρόγραφο «Ενδεικτικόν των Εκπαιδευτηρίων Σινασού» με ημερομηνία 1898; Αντικείμενα, άνθρωποι, οικογένειες αποκτούν και πάλι ζωή σε ένα γλυκόπικρο φόντο μέσα από μια μοναδική έρευνα επιστημόνων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
«Οπως προέκυψε από την έρευνά μας, εκτός από τα αντικείμενα μεγάλης αξίας που πήραν μαζί τους, όπως κοσμήματα και τιμαλφή, οι πρόσφυγες γέμισαν τις λιγοστές αποσκευές τους με αντικείμενα συναισθηματικής αξίας και καθημερινής χρήσης. Λίγα ρούχα και προσωπικά είδη, εργαλεία δουλειάς και εικονίσματα ευτελούς αξίας που όμως είχαν μεγάλη σημασία λόγω της πίστης αυτών των ανθρώπων. Και που απέκτησαν κεντρική θέση στη μετέπειτα ζωή τους. Αυτά αποτελούν τα συνηθέστερα από τα αντικείμενα που επέλεξαν να πάρουν μαζί τους όσοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ακολουθήσουν τον δρόμο της προσφυγιάς», λέει στα «ΝΕΑ» η ιστορικός Ελένη Κυραμαργιού, επιστημονική υπεύθυνη του έργου.
Τα 100 αντικείμενα, που εντοπίστηκαν στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στον Βόλο, στα Χανιά και στο Ηράκλειο, θα συμπεριληφθούν στην ψηφιακή έκθεση «Αντικείμενα σε κίνηση» και θα αναρτώνται σταδιακά μαζί με τις ιστορίες τους στην ιστοσελίδα https://100objects.eie.gr ως τις αρχές Οκτωβρίου.
«Οι άνθρωποι μας εκπλήσσουν με τις επιλογές τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα έχει το πρώτο αντικείμενο που εντόπισα, για το οποίο είχα πραγματοποιήσει και μία έρευνα που υλοποιήθηκε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια την περίοδο 2020-2021. Ηταν δύο πέτρινες μήτρες ψαρέματος από το Εγγλεζονήσι», λέει η Ελένη Κυραμαργιού. Ανήκαν στον Γεώργιο Τρέχα και στον Κωνσταντίνο Ρασπίτσο που γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα σε αυτό το μικρό νησί που βρίσκεται στον κόλπο της Σμύρνης και που είχε τότε περίπου 2.500 κατοίκους, κυρίως χριστιανούς. Δούλευαν ως ψαράδες από μικροί, για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους όπως και οι περισσότεροι συντοπίτες τους και η μοίρα το έφερε να χρησιμοποιήσουν τα ίδια τα καΐκια τους για να εγκαταλείψουν εσπευσμένα το νησί στις αρχές Σεπτέμβρη του 1922, όταν κλιμακωνόταν η μαζική μετακίνηση των ελληνικών πληθυσμών από τα μικρασιατικά παράλια. Δύο από τα λιγοστά υπάρχοντα που έφεραν μαζί τους ήταν αυτές οι πέτρινες μήτρες για αγκίστρια που σήμερα έχει ο εγγονός τους Κωνσταντίνος Τρέχας. Μέσα στις μήτρες, στον καταυλισμό της Δραπετσώνας, έχυναν σίδηρο που ζέσταιναν σε ένα μπρίκι, τοποθετούσαν το αγκίστρι και δημιουργούσαν αυτοσχέδια το εξάρτημα που χρειάζονταν για το ψάρεμα. Αυτές οι μήτρες κράτησαν ζωντανές τις οικογένειές τους τους στα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς ακόμη και κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής…
Κεντήματα και πορσελάνινα σερβίτσια Βαυαρίας, ασημένια κουταλάκια του γλυκού, νυφικά ασπρόρουχα, ένα χαλί από τα Σούρμενα του Πόντου, ένα βαλιτσάκι γιατρού, ζύγια που έφτασαν στον Πειραιά μέσω Ρωσίας και χρησιμοποιήθηκαν από πρόσφυγες οι οποίοι επιβίωσαν δουλεύοντας ως πλανόδιοι μανάβηδες, ραπτομηχανές – ακόμη και από γυναίκες που δεν ήταν μοδίστρες -, έφτασαν στην Ελλάδα. «Υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα αντικείμενα ανάλογα με τη χρονική στιγμή της μετακίνησης», λέει η Ελένη Κυραμαργιού. «Οι πρόσφυγες της πρώτης περιόδου έφερναν λίγα και μικρά πραγματάκια κυρίως συναισθηματικής ή χρηστικής αξίας. Η μετακίνησή τους ήταν πολύ βίαιη και ήταν εξαιρετικά δύσκολο να φέρουν κάτι παραπάνω. Κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, υπήρχαν περιορισμοί προβλεπόμενοι από τη Συνθήκη, όμως γνώριζαν ακόμη και μήνες νωρίτερα την ημέρα που θα έφευγαν. Ετσι προετοιμάζονταν, είχαν ήδη μια εικόνα του τι τους περιμένει στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου τα αντικείμενα διαφοροποιούνται, βλέπουμε για παράδειγμα ότι μπορεί να φέρουν μαζί τους ολόκληρη οικοσκευή», συμπληρώνει. «Στόχος μας ήταν όχι μόνο να καταγράψουμε αυτά τα αντικείμενα, αλλά να παρουσιάσουμε τους λόγους για τους οποίους οι κάτοχοί τους τα επέλεξαν για να τους συνοδεύσουν στο ταξίδι του εκπατρισμού, να καταλάβουμε τη χρήση και την αξία που είχαν τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους και τη διαδρομή που ακολούθησαν σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα», καταλήγει.
Το ερευνητικό πρόγραμμα «Αντικείμενα σε κίνηση» του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών επιχορηγήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο των ερευνητικών δράσεων με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την άφιξη και ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.