Η Αμφισσα, πρωτεύουσα του Νομού Φωκίδας, είναι μια πόλη με τα τυπικά χαρακτηριστικά του στερεοελλαδίτικου περιβάλλοντος, σε μια κλειστή ορεινή περιοχή που μόνο η κοιλάδα του ελαιώνα της αφήνει ανοίγματα ορίζοντα. Σε αυτό το τοπίο, από το 2010 ο Αποστόλης Αρτινός θέλησε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του καλώντας επιμελητές και σύγχρονους καλλιτέχνες να συμβάλουν με τα έργα τους στο χτίσιμο μιας σχέσης που αφορά τον κόσμο της Αμφισσας. Το Symptom Projects είναι η πλατφόρμα που δημιούργησε και στοχεύει στη διερεύνηση του καλλιτεχνικού συμβάντος. Συνεργαζόμενο με καλλιτέχνες, επιμελητές, θεωρητικούς και λογοτέχνες, το Symptom Projects γίνεται έτσι μια δυνατότητα σκέψης αλλά μαζί και ένα πειραματικό φόρουμ που με εκθεσιακές δραστηριότητες, στρογγυλές τράπεζες και παραγωγές κειμένων που περιέχονται σε αυτόνομες εκδόσεις επιχειρεί να διερευνήσει αυτό που ο ιδρυτής του συγγραφέας – επιμελητής τέχνης Αποστόλης Αρτινός διατυπώνει ως «το αχαρτογράφητο απόθεμα που είναι όμως και η καταγωγική αναφορά του οποιουδήποτε έργου».
Το Symptom Projects έχει κατορθώσει να δείχνει συνέπεια κάθε χρόνο στο πρόγραμμά του.
Είναι απίστευτο πώς φτάσαμε στο 13ο έτος και προέκυψε τόσο αυστηρά αυτή η περιοδικότητα. Υπάρχει και κούραση βέβαια, καθώς τα τελευταία τέσσερα χρόνια το τρέχω μόνος μου. Δεν λέω ότι κάνω αγγαρεία, αλλά αισθάνομαι και μια υποχρέωση. Η πρώτη έκθεση έγινε μέσα στον ελαιώνα της Αμφισσας το 2010. Ηταν μια εφήμερη εγκατάσταση του Παναγιώτη Βούλγαρη με δύο ιστούς αράχνης από χιλιόμετρα μεταξωτής κλωστής πλεγμένους σε δύο ελαιόδεντρα. Το ένα στην αρχή του μονοπατιού που οδηγεί στους Δελφούς και το άλλο σε ένα βυζαντινό εκκλησάκι στο κάστρο της Αμφισσας. Το ένα από τα δύο δέντρα κράτησε για πολλά χρόνια τον ιστό πάνω του, που είχε φθαρεί και είχε αποκτήσει με τον καιρό φύλλα, αράχνες, τζιτζίκια, έντομα. Ηταν ενδιαφέρον γιατί η ιδέα, το έργο να ενσωματώσει το περιβάλλον, πέτυχε.
Γιατί επέλεξες την Αμφισσα για την παρουσίαση αυτών των ομαδικών εκθέσεων;
Είναι ο τόπος καταγωγής μου και ήθελα έναν τρόπο για να επιστρέφω εκεί. Η Αμφισσα είναι παρθένος τόπος για τη σύγχρονη τέχνη και αυτό μου φάνηκε ενδιαφέρον. Το πώς δηλαδή μεταφέρεις ένα κεντρικό εικαστικό γεγονός στην περιφέρεια. Εκεί συνέβαιναν διάφορα συμβάντα με τους επισκέπτες. Μια αμηχανία του κόσμου που ακόμη υπάρχει και έχει ενδιαφέρον. Βέβαια και η Αθήνα δεν είναι εξοικειωμένη με τη σύγχρονη τέχνη, αν εξαιρέσουμε το κοινό που ασχολείται και κινείται γύρω από αυτήν. Δεν σημαίνει λοιπόν ότι εκεί στην περιφέρεια είναι κατώτεροι άνθρωποι. Η αμηχανία προκύπτει επειδή η σύγχρονη γλώσσα είναι μια άλλη κοινωνική γλώσσα.
Η Αμφισσα απέκτησε σύγχρονο χώρο τέχνης μέσα από αυτό το εκθεσιακό πρόγραμμα;
Οι περισσότερες από τις εκθέσεις μέχρι το 2019 παρουσιάζονταν στο Παλιό Νοσοκομείο της Αμφισσας, το οποίο είχε ανακαινιστεί για να γίνει λαογραφικό μουσείο. Δεν έγινε ποτέ. Μπήκαμε λοιπόν σε ένα γιαπί και ξεκινήσαμε να το φτιάχνουμε να μοιάζει κάπως με εκθεσιακό χώρο. Το κτίριο αυτό δεν το έχουμε πια στη διάθεσή μας. Είναι δυστύχημα αυτό και για την πόλη γιατί έχασε έναν μουσειακό χώρο. Δεν υπάρχουν άλλωστε και πολλοί τέτοιοι χώροι. Κάθε φορά στήνουμε ένα σύμπαν από την αρχή. Και η φετινή έκθεση θα γίνει στην οικία του οπλαρχηγού Πανουργιά, που λειτουργεί ως μουσείο της Επανάστασης. Στο ισόγειο της οικίας μπαίνουμε εμείς και κάνουμε την έκθεση «Pott / Pott», που είναι αφιερωμένη στα κεραμικά.
Πώς συνέλαβες την ιδέα του «Pott / Pott»;
Οι καλλιτέχνες της έκθεσης επιχειρούν με το κεραμικό τους έργο να συνομιλήσουν ισότιμα μ’ ένα συγκεκριμένο παραδοσιακό αγγείο, να εντοπίσουν τα καλλιτεχνικά του σημεία, τις εκκεντρικές απολαύσεις του αγγειοπλάστη του και να τις ανακαλέσουν στην εμπειρία του έργου τους. Μέσα από τα έργα των καλλιτεχνών, αλλά και τα κείμενα του καταλόγου, αναγνωρίζεται μια μέριμνα στην εργασία του αγγειοπλάστη που είναι πέραν του χρηστικού ορίζοντα του αντικειμένου του. Ο πληθωρισμός των χρωμάτων, οι τεχνικές των υαλώσεων, τα παράδοξα σχήματα, όπως για παράδειγμα τα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα αγγεία, όλα κάτι μαρτυρούν, κάτι που ‘ναι πέραν της προφανούς αλήθειας του αντικειμένου, αυτή τη διεστραμμένη πλευρά της αισθητικής απόλαυσης.
Κάθε έκθεση συνοδεύεται και από μία έκδοση;
Αυτό που μένει είναι ο κατάλογος της έκθεσης. Είναι το ίχνος της κάθε διοργάνωσης. Θα έλεγα ότι οι εκθέσεις είναι σαν τις θεατρικές παραστάσεις. Οταν τελειώνουν, δεν μένει παρά ένα πρόγραμμα. Ετσι και από τις εκθέσεις, η έκδοση ενός καταλόγου με εικόνες των έργων και κάποια πρωτότυπα κείμενα δίνει το στίγμα από αυτές.
Στα θεατρικά έργα η ανάμνηση μιας καλής παράστασης μεταδίδεται προφορικά.
Και για τις εκθέσεις ισχύει αυτό.
Είναι δύσκολο όμως να διατυπώσεις την αμηχανία που σου προκαλούν τα έργα που βλέπεις σε αυτές.
Στις πρώτες εκθέσεις υπήρχε και σωματική απόσταση των επισκεπτών απέναντι στα έργα. Φοβόντουσαν να πλησιάσουν βιντεοεγκαταστάσεις, τρόμαζαν από τους ήχους, από τις πρωτόγνωρες εικόνες των βίντεο. Αυτό όμως μου προκαλούσε συγκίνηση, γιατί αυτή είναι και η αλήθεια του έργου. Αν το έργο δεν σου προκαλεί μια αμηχανία, μια ενόχληση, τότε κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι διακόσμηση το έργο, δεν είναι διασκέδαση. Είναι μια άλλη γλώσσα που καλείσαι κατά κάποιον τρόπο να επικοινωνήσεις μαζί της. Κάθε φορά που το βιώνω αυτό δεν το θεωρώ κάτι αρνητικό αλλά ως μια αλήθεια του πράγματος.
Συχνά όμως οι καλλιτέχνες πέφτουν στην παγίδα να είναι αρεστοί και μάλλον διακοσμούν αντί να κάνουν τέχνη.
Η ιδέα μας ήταν να έρθει το έργο στην Αμφισσα με όλη του την αλήθεια, χωρίς εκπτώσεις. Οπότε υπήρξαν και κάποιες δύσκολες εκθέσεις. Αλλά για εμένα ήταν πετυχημένες. Οπως οι εκθέσεις που επιμελήθηκαν ο Κωστής Σταφυλάκης και η Ευαγγελία Λεδάκη.
Παράλληλα με τις εκθέσεις των Συμπτωμάτων έχεις παρουσιάσει και άλλες εκθέσεις, «Τα Δημώδη».
Ηταν μια έκθεση μαζί με κείμενα που παρουσιάστηκε το 2019 στο μουσείο της Αγγελικής Χατζημιχάλη ως προσπάθεια να δούμε την παράδοση μέσα από τη σύγχρονη αισθητική και σκέψη. Ο δημώδης λόγος ανιχνεύεται στην ευρύτητα των ακροάσεών του, στην ανταπόκρισή του. Είτε έχουμε να κάνουμε με το παραμύθι είτε με το δημοτικό τραγούδι, αυτό εν τέλει που συγκροτεί το είναι αυτών των αφηγήσεων, τη διάδοση και διάσωσή τους, είναι αυτή η επιτελεστικότητα της επιθυμίας του άλλου. Στην έκθεση παρουσιάστηκαν γλυπτά, υφαντά, κεντήματα, ξυλογραφίες, κεραμικά και εγκαταστάσεις 18 καλλιτεχνών εμπνευσμένα από τη δημώδη παράδοση. Ανοιξε έτσι ένας κύκλος και «Τα Δημώδη» συνεχίζονται με το «Pott / Pott». Είδαμε ότι στην παράδοση υπάρχει ένα υλικό παραμελημένο, που θεωρείται παλιομοδίτικο, ξεπερασμένο. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο φυσικά και η φετινή έκθεση βασίζεται στην παραδοσιακή κεραμική, όπου κάθε συμμετέχων καλλιτέχνης επιλέγει ένα συγκεκριμένο κεραμικό και συνομιλεί με αυτό μέσα από το έργο του.
Εχεις ερευνήσει την αισθητική της λαϊκής χρηστικής αγγειοπλαστικής;
Η λαϊκή αγγειοπλαστική είναι η γυμνότητα των χειρονομιών της. Ενας σβόλος πηλού αφημένος σ’ αυτό που ο Flusser θα ονομάσει «λαιμαργία των χεριών». Το χειροποίητο κεραμικό δεν είναι η αδιαφορία του βιομηχανικού αντικειμένου που δεν αγγίζεται πουθενά, αλλά ένα δημιούργημα αποφασιστικών χειρονομιών, όπως ακριβώς κι ένα έργο τέχνης. Ακόμη κι οι κακοτεχνίες του, οι αστοχίες του, οι σχεδιαστικές του αμηχανίες, τα ατυχήματά του στο καμίνιασμα, όλα είναι συμβάντα μιας αληθινής δημιουργίας, ίχνη μοναδικά που το χαρακτηρίζουν. Ο παραδοσιακός αγγειοπλάστης αναγνωρίζει τον εαυτό του και την εργασία του σε μια κουλτούρα κληρονομιάς. Οπως κάθε παραδοσιακός τεχνίτης, συντάσσει τις χειρονομίες του έργου του μέσα στον ορίζοντα μιας καθιερωμένης μορφής, ανταποκρίνεται στο ανθιστάμενο ίχνος της που καλείται με την εργασία του, και την κυτταρική μνήμη των χεριών του, να την υποστηρίξει στη ζωή.
Σε ενδιαφέρει και η εικαστική κεραμική;
Η λαϊκή αγγειοπλαστική διαθέτει δοχεία ζωής, δεν είναι ένα αχαλίνωτο design, αλλά ένα τελειοποιημένο σχήμα και σε μια οικονομία σαφήνειας. Αυτή είναι και μια σημαντική διαφορά της παραδοσιακής κεραμικής, ο διάκοσμος του αντικειμένου της, ακόμη και η εκκεντρική του φόρμα, όπως τα ζωόμορφα αγιασιώτικα κανάτια, δεν υπονομεύουν την αλήθεια της χρηστικής του φύσης. Σε αντίθεση με το σύγχρονο υπερσχεδιασμένο αντικείμενο που δεν υπηρετεί με επάρκεια τον χρηστικό του σκοπό, κλασικό παράδειγμα πάντα ο λεμονοστύφτης του Φιλίπ Σταρκ.