Τα πάνω κάτω στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους έφερε η ρωσοουκρανική πολεμική σύγκρουση και η απόφαση των Ευρωπαίων και Αμερικάνων να επιβάλλουν μερικό εμπάργκο σε ρωσικά ενεργειακά προϊόντα. Ενισχυτικά στις αλλαγές των θαλασσίων δρόμων λειτουργεί και η διαφαινόμενη τάση αύξησης της κατανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων από τα εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτών της ΕΕ στο πλαίσιο μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αέριου που έρχεται με ρωσικούς αγωγούς.
Στην ανάλυσή τους ο οίκος Poten υπογραμμίζει τη θετική επίπτωση για τα δεξαμενόπλοια, επισημαίνοντας ότι η βορειοδυτική Ευρώπη ήταν παραδοσιακά ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικού αργού πετρελαίου από τη Βαλτική και ομοίως, η Νότια Ευρώπη ήταν βασικός πελάτης του ρωσικού αργού πετρελαίου από τη Μαύρη Θάλασσα.
Για παράδειγμα, την 5ετία από τον Ιανουάριο του 2017 έως τον Ιανουάριο του 2022, η Ευρώπη εισήγαγε κατά μέσο όρο 2,7 εκατ. βαρέλια την ημέρα αργού πετρελαίου από τη Ρωσία (δια θαλάσσης) που αντιπροσωπεύει το 26% των συνολικών θαλάσσιων εισαγωγών στην Ευρώπη. Ομως όσον αφορά τα τονομίλια, οι ρωσικές συναλλαγές αντιπροσώπευαν μόνο το 14% του συνόλου, σαφώς συνάρτηση των σχετικά μικρών αποστάσεων. Στους μήνες μετά την εισβολή, η Ευρώπη έχει επιλέξει και άλλες πηγές εφοδιασμού αργού πετρελαίου από πιο μακρινές περιοχές.
Ενδεικτικά την περίοδο Μαρτίου – Αυγούστου 2022, το ποσοστό πετρελαίου που εισήγαγε η Ευρώπη από τη Ρωσία μειώθηκε στο 19% ενώ την ίδια περίοδο το μερίδιο του ρωσικού αργού που έφτασε στην Ευρώπη μετρούμενο σε τονομίλια μειώθηκε κατά 2% σε 12%. Αυτοί που ωφελήθηκαν περισσότερο από τις αλλαγές ήταν οι εταιρείες παραγωγής των ΗΠΑ στον Κόλπο του Μεξικού.
Πριν από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η Ευρώπη εισήγαγε περίπου το 6% του αργού πετρελαίου της από τον Κόλπο των ΗΠΑ ενώ μετά την εισβολή, αυτό έχει διπλασιαστεί σε 12%. Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές από τη Νότια Αμερική (όπως η Βραζιλία και η Γουιάνα), τη Δυτική Αφρική και τη Μέση Ανατολή αυξήθηκαν αλλά όχι στον ίδιο βαθμό.
Οι πηγές. Οι αλλαγές στις εμπορικές ροές είχαν ουσιαστικό αντίκτυπο και στον ρόλο που παίζουν οι επιμέρους κατηγορίες δεξαμενοπλοίων. Στις συναλλαγές μικρών αποστάσεων από τη Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα προς τις χώρες της ΕΕ κυριαρχούσαν τα δεξαμενόπλοια Aframax και Suezmax. Η στροφή σε άλλες πιο μακρινές πηγές ενίσχυσε την παρουσία των πολύ μεγαλύτερων δεξαμενοπλοίων (300.000 τόνων η 2 εκατ. βαρελιών) των Very Large Crude Carrier (VLCC) στην ευρωπαϊκή αγορά. Η κίνηση των VLCC στην Ευρώπη μειώνονταν σταθερά πριν από το ξέσπασμα του Covid-19 και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα VLCC δεν χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν καθόλου για ευρωπαϊκές εισαγωγές αργού πετρελαίου. Αυτό άλλαξε μετά τη ρωσική εισβολή. Τα VLCC έχουν επανέλθει στο προσκήνιο ειδικά στην εμπορική οδό από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Η ΕΕ εξακολουθεί να εισάγει σχεδόν 2 εκατ. βαρέλια την ημέρα αργού πετρελαίου από τη Ρωσία (ποσότητα μειωμένη κατά 20% σε σύγκριση με τους 12 μήνες πριν από τη σύγκρουση). Η αντικατάσταση αυτού, εφόσον επιβληθεί πλήρες εμπάργκο από την ΕΕ τον προσεχή Δεκέμβριο θα πρέπει να προέλθει από πηγές μακρινών αποστάσεων και συγκεκριμένα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τη Δυτική Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Η προσθήκη άλλων 2 εκατ. βαρελιών θα μεταβάλλει δραματικά τα τονομίλια μεταφερόμενου φορτίου αυξάνοντας δυναμικά τη ζήτηση για VLCC κυρίως αλλά και άλλα δεξαμενόπλοια. Συνεπώς η αγορά των δεξαμενοπλοίων είναι μπροστά σε μια ξέφρενη κούρσα, τόνισε ο οίκος αναλύσεων Poten.