Η ίδια θα αποκήρυσσε οποιαδήποτε αναφορά σε «μύθο», «σύμβολο» και αρχετυπική μεσογειακή ομορφιά. Ηταν πνεύμα ελεύθερο και με τις ερμηνείες της έβαλε τη σφραγίδα της στις διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές των μεταπολεμικών χρόνων έως τις αρχές του 2000. Στη διάρκεια της καριέρας της ισορρόπησε με θαυμαστή ικανότητα ανάμεσα στη θεατρική παράδοση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας και στις απαιτήσεις των κοντινών κινηματογραφικών πλάνων. Το εκφραστικό της πρόσωπο, τα έντονα χαρακτηριστικά της θα μείνουν στη μνήμη όσων την απόλαυσαν κυρίως στους ρόλους της που έπρεπε να δείχνει σιωπηλά την οδύνη της. Εστω και χωρίς τη συγκατάθεσή της, πάντως, έγινε σε μια δεδομένη χρονική περίοδο – τότε που η Ελλάδα δημιουργούσε την τελευταία ίσως «μυθολογία» της – το πρόσωπο του μεσογειακού κόσμου. Σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, του ευρωπαϊκού σινεμά, παραγωγοί του Μπρόντγουεϊ έβλεπαν στη δωρική κατατομή της την ηρωίδα της αρχαίας τραγωδίας, τη βιβλική σύζυγο, τη δύναμη και την αντάρα μιας θαρραλέας γυναίκας.
Για το διεθνές κινηματογραφικό κοινό, η γεννημένη στο Χιλιομόδι Κορινθίας τον Σεπτέμβριο του 1929 ως Ειρήνη Λελέκου θα μείνει γνωστή για τις ερμηνείες της αντιστασιακής Μαρίας Παπαδήμου στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» (1961), της χήρας στον «Ζορμπά» (1964), της συζύγου του δολοφονημένου Γρηγόρη Λαμπράκη στο «Ζ» (1969), της Αικατερίνης της Αραγονίας στην «Αννα των χιλίων ημερών» (1969).
Στην Ελλάδα της χούντας μάλιστα η τελευταία ταινία, με τον Ρίτσαρντ Μπάρντον και τη Ζενεβιέβ Μπιζόλντ στην ιστορία του Ερρίκου Η’ και της Αννα Μπόλευν, λογοκρίθηκε. Οι σινεφίλ της εποχής ξαφνικά, όπως παρακολουθούσαν το δράμα, είδαν μια πλάτη με μακριά μαύρα μαλλιά να απομακρύνεται από τα βασιλικά δώματα. Η πλάτη ήταν της Ειρήνης Παπά. Το ψαλίδι του λογοκριτή έκοβε όποιο πλάνο την περιελάμβανε, συνολικά περίπου μισή ώρα ταινίας. Αιτία η δημόσια διαμαρτυρία της για τη χούντα των συνταγματαρχών, καλώντας τον κόσμο για συμμετοχή σε «πολιτιστικό αποκλεισμό» του καθεστώτος που εκείνη αποκάλεσε «Τέταρτο Ράιχ». Υστερα από αυτή τη στάση η Ειρήνη Παπά αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία όπου και έμεινε μέχρι να φύγει για τη Νέα Υόρκη.
Καθώς μεγάλωσε μαζί με τις τέσσερις αδελφές της σε οικογένεια δασκάλων (παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Αλκη Παπά και όταν χώρισε επέλεξε να κρατήσει το όνομα του συζύγου της) έμαθε να σκέφτεται ελεύθερα και να επιδιώκει τη μόρφωση, τα βιβλία και όχι τη μοίρα των οικοκυρικών στην οποία προορίζονταν τα κορίτσια της γενιάς της. Στα 15 της ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε διάφορες εκδηλώσεις. Συνέχισε παρακολουθώντας μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου που τότε ονομαζόταν Εθνική Σχολή Κλασικού Θεάτρου. Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1948, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Ανθρωποι… Ανθρωποι» στη Λυρική Σκηνή. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 η Ειρήνη Παπά έχει ερμηνεύσει και τραγικούς ρόλους στο θέατρο, ξεκινώντας από αυτούς της Μήδειας και της Ηλέκτρας. Στην αυτοβιογραφία του ο Αλέκος Σακελλάριος γράφει ότι την πρωτοείδε στο Σύνταγμα και εντυπωσιασμένος από την εμφάνιση και το παράστημά της του έμοιαζε με «ζωντανή Καρυάτιδα». Ο ίδιος την παρουσίασε στον Φίνο και έπαιξε στην πρώτη της ταινία, το 1948, «Χαμένοι άγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου. Τρία χρόνια μετά ο Φρίξος Ηλιάδης γυρνά μαζί της τη «Νεκρή Πολιτεία» στον Μυστρά. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Καννών του 1952, όπου το διεθνές σινεμά γοητεύεται από εκείνην.
ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ. Από τις Κάννες έκανε ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στο Χόλιγουντ ως η αγαπημένη ενός αδίστακτου πλούσιου αγελαδοτρόφου πρωταγωνιστώντας στο πλευρό του Τζέιμς Κάγκνεϊ στο γουέστερν του Ρομπερτ Γουάιζ «Tribute to a Bad Man» (1956) και εδραιώνοντας το αστέρι της. Στη συνέχεια οι Μάρλον Μπράντο, Γρέγκορι Πεκ, Αντονι Κουίν ήταν οι συμπρωταγωνιστές της στη μεγάλη οθόνη. Και το 1967 στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ, με το έργο «Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνο το φθινόπωρο», παίζει στο πλευρό του Γιον Βόιτ. Συνολικά θα εμφανιστεί σε περισσότερες από 100 διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές. Ανάμεσα σε αυτές πρωταγωνίστησε στις διασκευές αρχαίας τραγωδίας του Μιχάλη Κακογιάννη («Ηλέκτρα», Ελένη στις «Τρωάδες», Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια»). Στο ιταλικό κοινό, από την άλλη, η εικόνα της εντυπώνεται ως Πηνελόπη στην παραγωγή της «Οδύσσειας» (1968) που το κανάλι της RAI μετέδιδε σε επεισόδια, με τον ποιητή Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι να κάνει το προοίμιο διαβάζοντας ομηρικούς στίχους.
Το 1997 το 38ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης την τίμησε με ειδικό αφιέρωμα. Ο διευθυντής της τότε διοργάνωσης Μισέλ Δημόπουλος σημείωνε στην ειδική έκδοση: «Από την Αμερική στη Γαλλία, από την Αγγλία στην Ιταλία, από τον Ρόμπερτ Γουάιζ στον Μιχάλη Κακογιάννη, από τον Γιώργο Τζαβέλλα στον Ελιο Πέτρι, τον Αλμπέρτο Λατουάντα και τον Φραντσέσκο Ρόζι, από τον Κώστα Γαβρά στον Ρουί Γκέρα, η Ειρήνη Παπά είναι η Ηλέκτρα, η Αντιγόνη, η χήρα στον Ζορμπά, η γιαγιά της Ερέντιρα, πρόσωπο ταυτόχρονα σκοτεινό και φωτεινό, οικείο και απόκοσμο, μαγικό και μητρικό. Επιβλήθηκε στον παγκόσμιο κινηματογράφο με τη μορφή της που παραπέμπει σε αρχαία ελληνική τραγωδία και με τις ερμηνείες της, κάθε φορά διαφορετικές, πολύπλευρες και στέρεες. Εκπροσωπεί, κατά κάποιον τρόπο, το κλασικό: είναι εσωτερική και επική, αυστηρή και λιτή. Δεν έχει μία περιττή κίνηση, δεν καταφεύγει ούτε σε μία ευκολία. Κι αν η Μελίνα προσωποποίησε το ερωτικό πάθος κι η Παξινού το ηθικό εύρος αυτού του τόπου, η Παπά είναι το βάθος του, η περηφάνια και η τραγωδία του. Στάθηκε επίσης με γενναιότητα σε δύσκολους καιρούς, υπηρέτησε με τη φήμη και το παγκόσμιο βεληνεκές της την υπόθεση του αντιδικτατορικού αγώνα, ήταν πάντα ανιδιοτελής κι έμεινε μακριά από μικροσκοπιμότητες».
Τα βραβεία, οι τιμές και οι διακρίσεις έρχονταν στην ώρα τους και από παντού. Ανάμεσά τους ο τίτλος της «Γυναίκας της Ευρώπης» το 2000, «Χρυσός Λέοντας» της Μπιενάλε Θεάτρου Βενετίας το 2009, για μια «από τις γνωστότερες καλλιτέχνιδες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία στη σταδιοδρομία της, που μετρά πέντε δεκαετίες, αναμετρήθηκε με σημαντικούς γυναικείους ρόλους του θεάτρου και του κινηματογράφου, πολλοί εκ των οποίων ανήκαν στην αρχαία τραγωδία». Το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος το έλαβε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο το 1995. Το 2008 βραβεύτηκε με το «Βραβείο Ρώμη» στο αρχαίο θέατρο της Οστια Αντίκα. Στη συνέχεια έγινε επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ρώμης. Τίτλο που υποδέχθηκε με έναν λόγο για την ασέβεια: «Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως υπάρχει μόνο μία αριστοκρατία, του πνεύματος» θα πει.
Η τελευταία της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 2003 για το «A Talking Picture» του πορτογάλου σκηνοθέτη Μανοέλ ντε Ολιβέιρα. Κατά τον σκηνοθέτη, ήταν «η πανέμορφη και μεγαλοπρεπής φιγούρα που ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφρασή της και η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών».
ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ
σκηνοθέτης
«Η ήρεμη δύναμη του ελληνικού κάλλους»
Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη διεθνή σκηνή έγινε το «πρόσωπο της Ελλάδας» και το σύμβολο της μεσογειακής ομορφιάς. Ηταν μια ομορφιά, όμως, που διέθετε σοβαρότητα, σεμνότητα και χάρη. Με έναν τρόπο αποκάλυπτε τον εσωτερικό κόσμο της, τον τρόπο που προσέγγιζε τα πράγματα με απόσταση και βάθος. Είχε επίσης μια προσωπική αίσθηση του χιούμορ και έναν γλυκό αυτοσαρκασμό.
Την περίοδο που ετοίμαζα το «Ζ» ήθελα μόνο την Ειρήνη Παπά για τον ρόλο της χήρας του Λαμπράκη – το δικό της πρόσωπο έλεγε περισσότερα απ’ όσα ήθελα. Της τηλεφώνησα και δέχθηκε αμέσως. Δεν ήξερε τίποτε για τον ρόλο, δεν ζήτησε το σενάριο, η μόνη ανησυχία της ήταν για το ίδιο το πρόσωπο. Μιλούσε πάντα με ακρίβεια και σεμνότητα και ό,τι έκανε ήταν για την Ελλάδα και τους συναδέλφους της. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό της. Κι αυτή είναι μεγάλη συνεισφορά για τον χώρο στον οποίο έζησε και τον χώρο στον οποίο αναδείχθηκε. Η εντύπωση που μου έμενε κάθε φορά που τη σύστηνα σε ξένους καλλιτέχνες ήταν ότι δημιουργούσε αυτομάτως μια σχέση οικειότητας. Εβγαζε μια δυναμικότητα ως πρόσωπο – σύμβολο της Ελλάδας, παράλληλα με τη Μελίνα που ήταν πιο εξωστρεφής, ενθουσιώδης ή εκρηκτική. Η Ειρήνη Παπά ήταν η ήρεμη δύναμη του ελληνικού κάλλους. Και αυτό φαινόταν ήδη από την εμφάνισή της στην «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Φαίνεται εκεί ότι όλα λειτουργούν ως σωστό σύνολο. Ο Κακογιάννης δημιουργεί μια ουσιαστική ταινία με αρχαιοελληνικό θέμα – ίσως την πιο σημαντική – έχοντας μια τόσο καλή ηθοποιό. Αλλά και μετά το «Ζ», όπου εμφανίζεται για λίγα λεπτά, όπως και ο Ιβ Μοντάν, τη θυμόντουσαν όλοι. Αυτή ήταν η μεγάλη δύναμή της.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΚΟΣ
Πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής Φεστιβάλ Αθηνών
«Η υπέροχη φίλη μου»
Η Ειρήνη ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, μία ελληνίδα ηθοποιός με πραγματικά διεθνή παρουσία. Τη γνώρισα όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι, δεκαεφτά χρόνων, και γίναμε φίλοι. Οταν ανέλαβα τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών μου πρότεινε να μας παραχωρήσει τον θεατρικό της χώρο, το «Σχολείον» χαμηλά στην οδό Πειραιώς για παραστάσεις. Θυμάμαι την παρουσία της σε πολλές παραστάσεις του Φεστιβάλ, αλλά και στις συνεντεύξεις Τύπου που ερχόταν. Ηταν υπέροχη!