Ας μπουν τα πράγματα στη θέση τους και σε μια σωστή σειρά: η Εθνική απέτυχε να φτάσει στα ημιτελικά, πολύ περισσότερο να πάρει ένα μετάλλιο ή και να κατακτήσει την ευρωπαϊκή κορυφή: αυτός ήταν ο ανομολόγητος στόχος, αυτό ανέμεναν όλοι όταν άρχιζε το ταξίδι αρχικά για το Μιλάνο και εν συνεχεία για το Βερολίνο. Λάθη προσέγγισης; Υπεραισιοδοξία; Κακή βραδιά των παικτών στο κρίσιμο ραντεβού με τους Γερμανούς; Ολα αυτά μαζί έπαιξαν τον ρόλο τους. Σίγουρα όμως δεν προέκυψαν μόνα τους τα πλατιά χαμόγελα. Ολος ο οργανισμός του ελληνικού μπάσκετ συνηγόρησε σε αυτό. Φούσκωσε τα μυαλά όλων και ήλπιζε πως με οδηγό τον Γιάννη θα έφτανε έως το φινάλε της διαδρομής το γαλανόλευκο όχημα. Στην πορεία αναδείχθηκαν κάποια θεματάκια που οι ειδήμονες δεν τους έδιναν την πρέπουσα σημασία, βυθιζόμενοι στη μακαριότητά τους. Η δε κριτική ποτέ δεν ήταν το φόρτε του μπάσκετ. Η Εθνική έχανε διαφορές, από τον πάγκο δεν γινόταν κάποια σοβαρή κίνηση και όταν η παρτίδα σωζόταν, όλα ήταν «καλώς καμωμένα». Ο Ιτούδης παρουσιάστηκε ως ο «ένας και μοναδικός προπονητής» και όντως είναι καλύτερος από τους προϋπάρχοντες και όλους όσοι βρέθηκαν στο τιμόνι της ομάδας τα τελευταία χρόνια. Πόσο, όμως, καλύτερος; Εδώ είναι το ζήτημα. Γιατί φάνηκε να «ακουμπά» η ομάδα πάνω του ίσως σε υπερβολικό βαθμό, να εξελίσσεται ως το «πρόσωπο του Ευρωμπάσκετ» σε διαφημίσεις και επικοινωνία, ξεπερνώντας ακόμη και τον Γιάννη Αντετοκούνμπο! Δεν είναι απίστευτο; Το σταφ στιβαρό, οι πάντες κοντά στην ομάδα, ο ενθουσιασμός έφερε sold out στα ματς (επίσημα ή φιλικά) που διεξήχθησαν στο ΟΑΚΑ, οι παίκτες έδειχναν «μια γροθιά» και οι τραυματισμοί ξεπεράστηκαν έστω και όχι στο 100%, γενικά όλα έμοιαζαν πρίμα. Η ευκαιρία μοναδική. Το μετάλλιο τύφλωνε όσους είχαν ενστάσεις όχι για τις δυνατότητες, αλλά κυρίως για όσα πραγματικά συνέβαιναν και δεν απηχούσαν την απτή πραγματικότητα. Κάποιοι σταρ δεν εξελίχθηκαν σε σταρ, δεν σήκωσαν την ομάδα ως όφειλαν και με εξαίρεση τον Γιάννη Αντετοκούνμπο πολλοί φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και των προκλήσεων. Ο υπέροχος που φορούσε τη φανέλα με το 34 δεν φτάνει – και το καυτό ερώτημα είναι πού θα πήγαινε η Εθνική δίχως τον Γιάννη. Μάλλον πολλά βήματα προς τα πίσω θα έκανε. Ισως αυτός που άγγιξε την ψυχή του κόσμου να ήταν ο Θανάσης, ένα παιδί που έπαιζε λίγο και πανηγύριζε πολύ από τον πάγκο, ένας παίκτης που κατέθετε κάθε ικμάδα των δυνάμεών του οσάκις ο κόουτς τον καλούσε, ένας αθλητής που και μετά το φινάλε της πορείας βρήκε λόγια να πει γεμάτα νόημα και πολύ ενωτικά. Να ήταν κι άλλοι σαν τον Θανάση…
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ