Πέρυσι το καλοκαίρι, βρεθήκαμε με την παρέα μου σε μια παραλία σε κυκλαδίτικο νησί. Καθώς κατεβαίναμε το μονοπάτι που οδηγεί στην αμμουδιά, είδαμε ότι κάποιοι είχαν σχηματίσει με κλαδιά και πέτρες ένα «γλυπτό στην άμμο» με το σύνθημα που είχε εμφανιστεί τότε στο Twitter «Μητσοτάκη γ……»! Μας έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι αλήθεια, ότι υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν τόσο μένος εναντίον ενός πολιτικού και θεωρούν ότι αυτός είναι ένας τρόπος να ξεσπάσουν!
Το σύνθημα αυτό το βλέπουμε έναν χρόνο τώρα να επανέρχεται στα social media με διάφορες ευκαιρίες. Είναι φανερό ότι οι οργανωμένες ομάδες τρολ που κάνουν αντιπολίτευση με τουίτ και ποστ κρίνουν πως τους είναι χρήσιμο. Οι επίσημοι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης δεν χρησιμοποιούν τέτοια συνθήματα αλλά είναι σαφές ότι αφήνουν κάποιους να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Αλλωστε, μετά και από ό,τι έγινε στο συνέδριο της Νεολαίας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταδίκασε καθαρά το περιστατικό. Πρέπει να πούμε ότι το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Ο Τραμπ είναι ο καλύτερος δάσκαλος!
Στην περίπτωσή του μάλιστα, ενώ συνήθως τα υβριστικά συνθήματα ξεκινάνε από μειοψηφικές ακροδεξιές οργανώσεις (όπως η ομάδα που προωθεί την QAnon), γρήγορα τα υιοθετεί και ο ίδιος και γίνονται πλακάτ στα χέρια των οπαδών του. Στη διάρκεια της εκστρατείας του 2016, στις συγκεντρώσεις του κυριαρχούσαν οι φωνές που έλεγαν «Κλείστε μέσα την εγκληματία» εννοώντας τη Χίλαρι Κλίντον.
Η συνηθισμένη αντίδραση των μετριοπαθών πολιτικών παρατηρητών είναι ότι ο τόσο ωμός λόγος κάνει κακό σε όποιον στοχεύει σε ευρύτερα ακροατήρια. Τα ακροδεξιά κόμματα που βρίζουν τους μετανάστες και τους ομοφυλόφιλους κερδίζουν το κοινό τους, όμως το κοινό αυτό είναι μειοψηφικό. Ενα κόμμα ή ένας πολιτικός που διεκδικεί την εξουσία και χρειάζεται την υποστήριξη ευρύτερων στρωμάτων προκαλεί απώθηση αν βρίζει.
Αν ήταν όμως έτσι, ο Τραμπ δεν θα είχε εκλεγεί ποτέ και ο ΣΥΡΙΖΑ (που αποκαλούσε γερμανοτσολιάδες τους αντιπάλους του) δεν θα γινόταν κυβέρνηση.
Τι στα αλήθεια συμβαίνει λοιπόν;
Ενα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας για διάφορους λόγους απεχθάνεται κάθε μορφής ελίτ (πολιτική, επιχειρηματική, καλλιτεχνική και λοιπά). Και καθώς αισθάνεται οργή την οποία πρέπει να διοχετεύσει, έλκεται από την ωμότητα. Οπως βρίζει στο σπίτι τη γυναίκα του, έτσι θέλει να βρίσει και τον υπουργό που συναντά στον δρόμο. Υπάρχουν λοιπόν πολιτικές δυνάμεις που υπολογίζουν ότι για να φτάσουν την απήχηση που τους χρειάζεται, δεν αρκούν οι «κανονικοί» ψηφοφόροι. Πρέπει να αθροίσουν και τους έξαλλους, που δεν είναι και λίγοι στην εποχή μας.
Επιλέγουν λοιπόν να δώσουν χώρο και σε όποιον θέλει να εκφραστεί στα όρια του ποινικού κώδικα. Ετσι, οι ίδιοι μιλάνε με οξύτητα αλλά χωρίς να παραβιάζουν τις κόκκινες γραμμές που θα σόκαραν τους κανονικούς ψηφοφόρους τους και παράλληλα ανέχονται τις ακραίες συμπεριφορές κάποιων που κινούνται στις παρυφές του χώρου τους. Το 2016 ο Τραμπ κατάφερε να φέρει στις κάλπες αρκετούς από αυτούς τους τύπους που είδαμε στην επίθεση στο Καπιτώλιο το 2020. Και η ψήφος τους τον βοήθησε να εκλεγεί, αφού αθροίστηκε με την ψήφο των κλασικών Ρεπουμπλικανών.
Το 2020 οι κεντρώοι Αμερικανοί είχαν ήδη τρομάξει από αυτά που έζησαν, οπότε ήταν η δική τους κινητοποίηση που έκανε τη διαφορά. Αντιστοιχίες μπορούμε να αναζητήσουμε και στην Ελλάδα. Εχει δημιουργήσει τέτοια απέχθεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε ένα μέρος των πολιτών που μπορεί να κινητοποιηθούν και να πάνε να τον μαυρίσουν βρίζοντας στην κάλπη; H o συγχρωτισμός του ΣΥΡΙΖΑ μαζί τους θα αποτρέψει κάποιους ψηφοφόρους να ξεπεράσουν το παλαιότερο αντι-ΣΥΡΙΖΑ σύνδρομο, αφού το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα τούς θυμίζει το 2015;
Ο Χάρης Γούλιος είναι επικοινωνιολόγος / διευθυντής Marketing του MEGA