Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάινεν μίλησε την περασμένη εβδομάδα για όλα τα θέματα που απασχολούν την Ευρωπαϊκή Ενωση στο πλαίσιο της ετήσιας ομιλίας της για την «κατάσταση της Ενωσης». Στο θέμα όμως στο οποίο δεν έκανε απολύτως καμία άμεση αναφορά είναι αυτό της κλιμάκωσης στα όρια πολέμου με την Τουρκία – στα σύνορα της ΕΕ. Και είναι εξοργιστική η παντελής απουσία (έως αδιαφορία) της Ενωσης (ΕΕ) από κάθε προσπάθεια για την επίλυση της ελληνοτουρκικής ακραίας κλιμάκωσης των τελευταίων εβδομάδων. Η Τουρκία (πρόεδρος Ερντογάν, κ.ά.) απειλεί ανοιχτά με στρατιωτική επίθεση, μιλάει για ελληνικά νησιά του Αιγαίου «υπό κατοχή» ενώ διάφοροι αξιωματούχοι του χρησιμοποιούν «γλώσσα πολέμου» και οι Βρυξέλλες λες και δεν ακούνε τίποτα και ως εκ τούτου δεν κάνουν και πρακτικώς απολύτως τίποτα πέρα από κάποιες λεκτικές αντιδράσεις. Φαίνεται ότι κρίνουν όπως και ο έλληνας Πρωθυπουργός άλλωστε πως «μια σύρραξη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι αδιανόητη» και επομένως δεν υπάρχει πραγματική απειλή για τη σταθερότητα στην περιοχή. Με ορθολογικά κριτήρια είναι όντως αδιανόητη . Αλλά οι συρράξεις δεν προκύπτουν πάντοτε ως αποτέλεσμα ορθολογικών εκτιμήσεων ή κριτηρίων. Προκύπτουν από ανορθολογικές κατά κανόνα εκτιμήσεις, αν όχι από φαντασιώσεις.
Η «ορθολογική εκτίμηση» της Ενωσης ήταν ότι δεν θα γίνει πόλεμος με τη Ρωσία, ότι ο Πούτιν δεν θα επιχειρήσει εισβολή. Και επειδή πίστευε σ’ αυτές τις «ορθολογικές υποθέσεις» δεν έκανε και κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό για να προλάβει την επίθεση. Και όταν έγινε η επίθεση ουσιαστικά αιφνιδιάστηκε. Η περίπτωση Ελλάδας – Τουρκίας δεν είναι βέβαια απόλυτα συγκρίσιμη με αυτή της Ουκρανίας – Ρωσίας, αν και τούρκοι αξιωματούχοι παρομοιάζουν την Ελλάδα με την… Ουκρανία! Αλλά ο κίνδυνος της σύρραξης ως ανορθολογική επιλογή ελλοχεύει. Και θα ελλοχεύει για όσο διάστημα δεν λύνονται τα προβλήματα, ακόμη και ως συνέπεια ενός απλού ατυχήματος. Γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η απραξία/αδιαφορία της ΕΕ. Πολύ περισσότερο τώρα που δεν υπάρχει (και) κάποιος άλλος «έντιμος ευρωπαίος διαμεσολαβητής» για να παρέμβει. Η εμπειρία διδάσκει ότι χρειάζεται έγκαιρη και έγκυρη προληπτική δράση. Σε μια εποχή που η Ενωση φιλοδοξεί να καταστεί «γεωπολιτική δύναμη», οφείλει τουλάχιστον να έχει συγκεκριμένο σχέδιο για την πρόληψη συγκρούσεων που μπορούν να εκδηλωθούν ακόμη και μέσα στους κόλπους της, να απειλήσουν τα εξωτερικά της σύνορα, τη σταθερότητα και την κυριαρχία της. Το ΝΑΤΟ, αν και εντελώς διαφορετικός οργανισμός, έχει τουλάχιστον έναν «μηχανισμό αποκλιμάκωσης» (deconfliction mechanism), έστω και αν δεν αποδίδει. Παρεμφερή μηχανισμό, αν και σε διαφορετική λογική και βάση, θα έπρεπε να έχει και η Ευρωπαϊκή Ενωση αξιοποιώντας τις σχετικές ρυθμίσεις της κοινής εξωτερικής πολιτικής (ΚΕΠΠΑ).
Εν πάση περιπτώσει η συμμετοχή του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη συνάντηση της Πράγας (6 Οκτωβρίου) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας παρέχει μια ευκαιρία για παρέμβαση της Ενωσης προς την κατεύθυνση εκτόνωσης της κρίσης και το άνοιγμα ενός διαλόγου αποσυμπίεσης της έντασης. Θα πρέπει να βρει τρόπο να κλειδώσει Μητσοτάκη και Ερντογάν σε ένα δωμάτιο προκειμένου να συνομιλήσουν! Απλά πράγματα. Ενα ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο και η Ελλάδα έχει επιδιώξει την ενεργοποίηση της ενωσης στη διαδικασία διαλόγου και εκτόνωσης της ελληνοτουρκικής έντασης. Ο ρόλος της Γαλλίας στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικός, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί υποκατάστατο για τη στάση και δράση της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνολικά.
Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Tελευταίο του βιβλίο: «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης» (Θεμέλιο)