Με ένα στόμα μια φωνή το λένε τα γαλάζια – εντός και εκτός Μαξίμου – στελέχη: «Το τοπίο μέχρι τις κάλπες είναι καθαρό, πάμε για ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία». Το καθάρισε ο Μητσοτάκης, όπως σημειώνουν, το προεκλογικό σκηνικό, λέγοντας κατηγορηματικά «όχι» στις πρόωρες κάλπες και στην αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Στην πραγματικότητα το τοπίο είναι «διαυγές» μόνο από… πρακτικής άποψης (όχι ότι δεν έχει τη σημασία του κι αυτό), αφού ο Πρωθυπουργός προφανώς και δεν σκοπεύει να αναθεωρήσει – ούτε με αιφνιδιασμό ούτε με αλλαγή νόμου -, ρισκάροντας να κατηγορηθεί τελικά ως «κωλοτούμπας». Κατά τ’ άλλα, το «καθαρό τοπίο» είναι θολό. Η ρευστότητα υπάρχει και θα υπάρχει όσο παραμένουν αστάθμητοι παράγοντες, όσο η τοξικότητα εμπεδώνεται, όσο επιμένουν για την κυβέρνηση οι προκλήσεις της καθημερινότητας. Μπορεί ο πολιτικός χρόνος να είναι αριθμητικά λίγος μέχρι τις κάλπες, εξού και η προεκλογική φόρα των κυβερνητικών στελεχών, ωστόσο είναι πολύς σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες των πολιτών για απαντήσεις στα προβλήματά τους. Ταυτόχρονα είναι ο ίδιος ο στόχος που θέτει η κυβέρνηση – η αυτοδυναμία δηλαδή -, αυτός που θα καθορίζει όλες τις μελλοντικές κινήσεις. Αντίκτυπο όμως θα έχουν τόσο οι αποφάσεις που θα λαμβάνονται όσο και εκείνες που δεν θα λαμβάνονται. Με λίγα λόγια το ξεκαθάρισμα του προεκλογικού τοπίου και ειδικότερα η προβολή του υψηλού στόχου της ΝΔ δεν εγγυώνται μια διαδρομή χωρίς παγίδες. Στον καθαρό διάδρομο που η κυβέρνηση θέλει να πιστώνει στον εαυτό της, αφήνοντας τους υπόλοιπους να «ανακατεύονται» με τα περί «πολιτικής τερατογένεσης», παραμένουν στοιχήματα που μένει να κερδηθούν. Με την προϋπόθεση ότι πρώτα θα αναγνωρίζονται.
Στο τέλος της ημέρας οι ψηφοφόροι δεν θα ζυγίσουν μόνο τις επιδόσεις μέχρι εκείνη τη στιγμή της κυβέρνησης και αντίστοιχα τη στάση και τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης. Πιθανότατα θα μετρήσουν αν και ποιος τους θεώρησε δεδομένους, κάτι που ουδέποτε γοήτευε ειδικά τους κεντρώους – συμφωνούν σε αυτό οι πολιτικοί αναλυτές. Θα κρίνουν επίσης, όχι μόνο τα βήματα που έγιναν, αλλά επιπλέον το πού και γιατί δεν επιχειρήθηκαν πρωτοβουλίες, επιτρέποντας σοβαρές εκκρεμότητες ιδίως στο μεταρρυθμιστικό πεδίο.