Ενας κορίτσαρος, σωστός γενίτσαρος
Μα τι κορίτσι ήταν αυτό. Τι κορίτσαρος – σύμφωνα με το λανγκάζ της δεκαετίας του 1960. Ενα από τα κορίτσια εκείνης της εποχής, κάτι σαν καρτ ποστάλ μίας Ελλάδας που, ύστερα από δεκαετίες, έμοιαζε ότι μπορούσε πια να ονειρευτεί έγχρωμα και σινεμασκόπ. Μιας Ελλάδας που, μαζί με τις προκαταλήψεις, τα άλγη και την εσωστρέφεια δεκαετιών, πετούσε από πάνω της τα περιττά ρούχα της υποκριτικής συντήρησης και της σεμνοτυφίας και έβγαζε στη σκηνή «κορίτσια για φίλημα». Με μπικίνι, με φτερά και με πούπουλα. Αυτό το κορίτσι ήταν η Μάρθα Καραγιάννη. Και ως τέτοιο κορίτσι θα παραμείνει στη μνήμη μας. Σιγά μην μπορούσαν να παραμερίσουν αυτήν την ανάμνηση οι ελάχιστες φωτογραφίες και οι σποραδικές σύγχρονες εμφανίσεις της. Πάνω στο ζάπινγκ έπεφτες σε μία παλιά ελληνική ταινία και αρκούσε μία σκηνή με την Καραγιάννη να λικνίζεται για να θυμηθούμε οι παλαιότεροι και να υποπτευθούν οι νεότεροι τι σημαίνει θηλυκή σαγήνη και κοριτσίστικο τσαγανό σε ένα εκρηκτικό μίγμα λάγνας αθωότητας. «Τριζάτες» τις έλεγαν αυτές τις γυναίκες εκείνη την εποχή.
Δύο ήταν τα κινηματογραφικά δίπολα των παιδικών μου χρόνων. Βουγιουκλάκη – Καρέζη και Καραγιάννη – Λάσκαρη. Το πρώτο ήταν πιο κινηματογραφικό για να το πούμε έτσι. Είχε να κάνει με το προφίλ που διαμόρφωναν οι δύο ηθοποιοί μέσα από τους ρόλους της. Πιο «χειροποίητη» η Βουγιουκλάκη, πιο ταυτισμένη με την Ελλάδα της εποχής. Πιο κοσμοπολίτισσα η Καρέζη. Η πρώτη έδιωχνε κλωτσηδόν τους εφοπλιστές που της έφερναν για γαμπρούς, η δεύτερη τους παντρευόταν αφού πρώτα τους έστρωνε και τους έφερνε με τα νερά της. Αφήστε δε που η Καρέζη δεν θα μπορούσε ποτέ, σε μια ταινία, να πουλάει ψάρια. Πολύ περισσότερο η Βουγιουκλάκη να υποδύεται, σε μια άλλη, την πόρνη.
Διαβάστε επίσης: Μάρθα Καραγιάννη: Που και πότε θα γίνει η κηδεία της σπουδαίας ηθοποιού
Με την Καραγιάννη και τη Λάσκαρη κάναμε, στην πραγματικότητα, μία ασυνείδητη, σε εκείνη την ηλικία, επιλογή σεξουαλικότητας. Κατά κάποιον τρόπο, κάναμε μία «πρόβα γυναίκας». Ποιο ήταν το πρότυπό μας, με ποια θέλαμε να μοιάζουμε όταν θα μεγαλώναμε; Με την πιο φινετσάτη, την πιο απόμακρη, την πιο αριστοκράτισσα Λάσκαρη με τον υποσχετικό ερωτισμό, που ακόμη και αν σε μια ταινία έκανε τη φτωχή ή την υπηρέτρια, μετά τα είκοσι πρώτα λεπτά αναβαθμιζόταν και ταξικά και οικονομικά; Ή με τη ζουμερή, τη γήινη, την άμεση και απενοχοποιημένη θηλυκότητα της Καραγιάννη; Μεγάλο δίλημμα για οκτάχρονα κορίτσια εκείνης της δεκαετίας. Και έχω την εντύπωση ότι ενώ οι περισσότερες προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τη Λάσκαρη, κατά βάθος θέλαμε να αποκτήσουμε, στο μέλλον, τον «αέρα» της Καραγιάννη. Και, στα κρυφά, κάναμε χορευτικά, κρατώντας ένα στιλό αντί για πίπα.
Η αραχνοΰφαντη «επανάσταση» της Μάρθας
Η Μάρθα Καραγιάννη εισήγαγε έναν καινούργιο – για τα μέχρι τότε ελληνικά κινηματογραφικά ήθη – τύπο γυναίκας στο σινεμά, ύστερα από το «σκανάρισμα» του μέγα Δαλιανίδη ο οποίος διέκρινε σε εκείνη, πέρα από τα προφανή, πιο δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά. Και έτσι «γεννήθηκε» η εκρηκτική κωμική σεξοβόμβα. Και είναι αυτό ακριβώς το κωμικό στοιχείο των ρόλων της – εμπνευσμένο από τον ίδιο τον χαρακτήρα της – που την προστάτευε από την παραμικρή υπόνοια χυδαιότητας ακόμη και όταν εμφανιζόταν με τις αραχνοΰφαντες φόρμες και φτερά στα επίμαχα σημεία (μιλάμε για δεκαετία του 1960, μην ξεχνιόμαστε»). Ηταν η πρώτη γυναίκα που έδωσε στο πλατύ κοινό την ευκαιρία να καταλάβει (έστω και αν του πήρε δεκαετίες να το συνειδητοποιήσει) ότι αν μία γυναίκα ντύνεται προκλητικά, δεν σημαίνει ότι είναι «εύκολη».
Αυθάδης, τσαχπίνα, αθυρόστομη, ανεξάρτητη η Καραγιάννη, στις ταινίες της, παντρευόταν συνήθως στο τέλος τον «φτωχό» Βουτσά. Και, απ’ όσο λένε, έτσι ήταν και στη ζωή της. Τη γλέντησε, την απόλαυσε, την «ξεκοκάλισε». Εζησε θυελλώδεις έρωτες, μεγάλα πάθη, επεισοδιακές σχέσεις. Δεν εξαρτήθηκε ποτέ από άνδρα και δεν απέκτησε παιδιά. Ηταν μία, πραγματικά, ελεύθερη γυναίκα. Που έκανε, αθόρυβα, μια δική της επανάσταση όσο «θόρυβο» κι αν έκαναν οι αραχνοΰφαντες φόρμες της και τα μικροσκοπικά μπικίνι της με τα μυτερά σουτιέν.