Λίγα μόλις λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 1972 ένας άνδρας με αναρριχητικό εξοπλισμό και καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του με μια μάσκα του σκι, σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο και εν συνεχεία πήδηξε στην οροφή του Μουσείου Καλών Τεχνών του Μόντρεαλ. Τον ακολούθησαν δύο μασκοφόροι συνεργοί του και από έναν σπασμένο φεγγίτη με τη βοήθεια σχοινιού βρέθηκαν στον εκθεσιακό χώρο. Εδεσαν και φίμωσαν τους φύλακες υπό την απειλή όπλου και ξεκίνησαν μια άνευ προηγουμένου λεηλασία των εκθεμάτων.
Τριάντα λεπτά μετά τη διάρρηξη ο συναγερμός εν τέλει ενεργοποιήθηκε, αναγκάζοντας τη συμμορία να βγει από την πλαϊνή πόρτα με ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει: 39 αντικείμενα, κυρίως κοσμήματα και ειδώλια, και δεκαοκτώ πίνακες που αποδίδονται σε καλλιτέχνες όπως ο Γκιστάβ Κουρμπέ, ο Ευγένιος Ντελακρουά και ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Το ακριβότερο έργο της λείας ήταν το «Τοπίο με τις εξοχικές κατοικίες» το οποίο αποδίδεται στον Ρέμπραντ. Η εκτίμηση της συνολικής λείας άγγιξε τα 2 εκατ. δολάρια, σύμφωνα με το μουσείο, ενώ από τη ληστρική επιδρομή γλίτωσαν έργα Θεοτοκόπουλου, Πικάσο, Γκόγια και Ρενουάρ. Η αστυνομία του Μόντρεαλ ανέθεσε την εξιχνίαση της υπόθεσης σε δύο αστυνομικούς και έναν χρόνο αργότερα μπήκε στο αρχείο. Μισό αιώνα μετά μοιάζει να μην τη θυμάται κανείς.
Το μυστήριο της Βοστώνης
Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα και 494 χλμ. μακριά, στη Βοστώνη, ληστές «χτυπούν» το Μουσείο Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ. Η υπόθεση έχει προσφέρει υλικό για οκτώ μυθιστορήματα, έχει παρουσιαστεί αναλυτικά σε τρία τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, έχει βρει θέση σε επεισόδιο της δημοφιλούς σειράς κινουμένων σχεδίων Simpsons, ενώ οι πολύπλοκες θεωρίες συνωμοσίας που την περιβάλλουν θα μπορούσαν να συγκριθούν με εκείνες για τη δολοφονία του προέδρου Τζον Κένεντι.
Το 2000, τρεις ένοπλοι εισέβαλαν στο Εθνικό Μουσείο της Στοκχόλμης και δραπέτευσαν με ένα ταχύπλοο έχοντας προλάβει να αρπάξουν δύο έργα Ρενουάρ και ένα του Ρέμπραντ. Με σκοπό να επισημάνουν τα κενά στη φύλαξη των μουσείων το 2003, μια ομάδα ληστών-ακτιβιστών αφαίρεσαν έργα των Πικάσο, Βαν Γκογκ και Γκογκέν από την πινακοθήκη Γουίτγουορθ του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και εν συνεχεία τα παράτησαν – υποτίθεται για να εντοπιστούν εύκολα από τις Αρχές – σε δημόσια ουρητήρια. Και οι τρεις υποθέσεις βρέθηκαν επί μακρόν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Εκτός συναγωνισμού, βεβαίως, τίθεται η εμβληματικότερη των ληστειών του 20ού αιώνα, εκείνη της Μόνα Λίζα από το Λούβρο το 1911, η οποία και πυροδότησε αμέτρητες θεωρίες συνωμοσίας με πολιτικό υπόβαθρο, που ενέπλεκαν από αμερικανικές τράπεζες μέχρι ευρωπαίους ηγεμόνες. Στην πραγματικότητα ένοχος ήταν ένας επιστάτης που εργαζόταν στο Λούβρο, αλλά η κλοπή αυτή ήταν αρκετή για να απογειώσει τον μύθο του αινιγματικού πορτρέτου που φιλοτέχνησε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Το μεγαλύτερο ερώτημα γύρω από τη ληστεία στο μουσείο του Μόντρεαλ – μεγαλύτερο ακόμα και από εκείνο τού ποιοι ήταν οι δράστες και πού βρίσκονται τα κλοπιμαία σήμερα – είναι για ποιον λόγο ένα τόσο φιλόδοξο κόλπο να μην έχει προκαλέσει ενδιαφέρον ανάλογο με τις προαναφερόμενες κλοπές. Και οι ρίζες του φαίνεται, σύμφωνα με την ενημερωτική πλατφόρμα The Walrus, να βρίσκονται στην εποχή που συνέβη, καθώς τότε απέτυχε να προκαλέσει διαρκή δημόσια κατακραυγή.
Γιατί ξεχάστηκε;
Ποια είναι, λοιπόν, η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη ληστεία, εκείνη του 1972 και τις υπόλοιπες που συνέβησαν σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη; Η απουσία δραματικότητας και τολμηρών κινήσεων των δραστών με όρους που έχει καθιερώσει το Χόλιγουντ; Η έλλειψη ενός μανδύα που θα συνέδεε την υπόθεση με σκοτεινά δίκτυα, αδίστακτους συλλέκτες και κυκλώματα με πολιτικές διασυνδέσεις;
Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη ύλη που είχαν στα χέρια τους οι υπεύθυνοι του μουσείου δεν τους βοηθούσε να πλάσουν ένα εντυπωσιακό αφήγημα. Ανάμεσα στα πορτρέτα, τα τοπία και τις νεκρές φύσεις που κλάπηκαν, κανένα δεν είχε την εξπρεσιονιστική δύναμη της Κραυγής ή την αύρα της Μόνα Λίζα.
Ο οικονομικός παράγοντας είναι ένα δεύτερο στοιχείο που έπαιξε ρόλο. Ενας πίνακας που επιστρέφεται στο μουσείο διατηρεί την αρχική υψηλή του αξία, η οποία ορισμένες φορές ενδεχομένως να ανεβαίνει λόγω της δημοσιότητας που ακολούθησε την περιπέτειά του. Ενα έργο τέχνης όμως που κυκλοφορεί στην παράνομη αγορά τέχνης διακινείται για πολύ μικρότερα ποσά – οι ειδικοί κάνουν λόγο για περίπου 7%-10% της προβλεπόμενης αξίας – καθώς ο νέος ιδιοκτήτης του ούτε θα μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει στον κύκλο του το κύρος που απορρέει από την απόκτηση ενός σημαντικού έργου τέχνης, ούτε μπορεί εύκολα να το μεταπωλήσει και μάλιστα σε τιμή που να του αποφέρει κέρδος.
Η παράμετρος αυτή θα εξηγούσε σε μεγάλο ποσοστό τον λόγο για τον οποίο οι δράστες επιχείρησαν να επιστρέψουν τα κλοπιμαία. Ξεκίνησαν ειδοποιώντας με μια ανώνυμη κλήση στον υπεύθυνο ασφαλείας του μουσείου να σπεύσει κοντά στο Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ και να συλλέξει από το έδαφος ένα άδειο κουτί τσιγάρων. Οταν το άνοιξε διαπίστωσε πως μέσα βρισκόταν ένα κόσμημα που ανήκε στα κλοπιμαία.
Με αυτή την κίνηση ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με τους ληστές να ζητούν ως λύτρα για τα κλοπιμαία μισό εκατομμύριο δολάρια, όταν η αξία τους είχε εκτιμηθεί στο δεκαπλάσιο, δηλαδή υπερδιπλάσια από το ποσό των 2 εκατ. δολάρια που είχε αρχικά δημοσιοποιηθεί. Η αντιπρόταση του μουσείου ήταν ακριβώς το μισό ποσό: 250.000 δολάρια και την επιστροφή ενός πίνακα (του Γιαν Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου) ως κίνηση καλής θέλησης.
Την ώρα που οι δράστες ήταν έτοιμοι να παραδώσουν και δεύτερο πίνακα, η τυχαία διέλευση ενός περιπολικού από το προκαθορισμένο σημείο κλόνισε την εμπιστοσύνη των ληστών προς τους διαπραγματευτές και διακόπηκε κάθε επαφή.
Η απάθεια του κοινού
Η συμμορία έμεινε με τον θησαυρό ανά χείρας και χωρίς να μπορεί να τον αξιοποιήσει, ενώ το μουσείο δεν φάνηκε να δίνει συνέχεια. To ευρύ κοινό από την πλευρά του δεν έδειχνε τόσο θορυβημένο ή θυμωμένο από την απώλεια των θησαυρών του μουσείου ώστε να απαιτήσει να παραμείνει η υπόθεση στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Αντίδραση που δεν είναι πρωτοφανής, καθώς η Ιστορία έχει δείξει ότι ο κόσμος συνήθως αντιδρά με απάθεια στα εγκλήματα τέχνης, εκτός κι αν διαθέτουν κάποιο στοιχείο γοητείας, όπως η περίπτωση του Στέφαν Μπράιτβιζερ ο οποίος παρά το ότι καταδικάστηκε σε φυλάκιση στην Ελβετία και τη Γαλλία επειδή αποκαλύφθηκε ότι είχε κλέψει 240 αντικείμενα και έργα τέχνης από μουσεία σε ολόκληρη την Ευρώπη, υπέγραψε συμβόλαιο για την έκδοση βιβλίου με την ιστορία του και εξασφάλισε εξώφυλλο σε περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας.
Το μυστικό για το γεγονός ότι η υπόθεση ξεχάστηκε ίσως να οφείλεται στα ίδια τα έργα, καθώς στα αρχεία του μουσείου εντοπίστηκαν το 2019 από τον ειδικό σε θέματα τεχνών του περιοδικού «Canadian Art», Κρις Χάμπτον, έγγραφα βάσει των οποίων αμφισβητείται η αυθεντικότητα των έργων και αρκετά από τα κλοπιμαία φαίνεται να αποδίδονται στους επώνυμους καλλιτέχνες ή στους μαθητές τους και όχι να είναι έργα με δικές τους υπογραφές. Σήμερα μπορεί να βρίσκονται στα χέρια ενός βαρόνου ναρκωτικών στη Λατινική Αμερική βοηθώντας τον να ξεπλύνει μεγάλα ποσά από τις παράνομες συναλλαγές του, μπορεί όμως και να βρίσκονται ξεχασμένα σε μια αποθήκη στο Μόντρεαλ εφόσον έμειναν στα αζήτητα. Και αν τελικά δεν είχαν κλαπεί θα βρίσκονταν ακόμη στις αίθουσες του μουσείου ή θα είχαν δημοσιοποιηθεί οι αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον είναι έργα επώνυμων δημιουργών και ενδεχομένως θα είχαν αποσυρθεί στις αποθήκες όπως ο πίνακας του Μπρίγκελ, ο μοναδικός που επεστράφη από τα κλοπιμαία;