Πριν από δύο εβδομάδες, ένα ακροδεξιό κόμμα ήρθε δεύτερο στις εκλογές που διεξήχθησαν στη Σουηδία και όλα δείχνουν ότι θα έχει λόγο στην επόμενη κυβέρνηση. Αύριο, ένα κόμμα με νεοφασιστικές ρίζες αναμένεται να έλθει πρώτο στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στην Ιταλία και όλα δείχνουν ότι θα αναλάβει την πρωθυπουργία μια πολιτικός που έχει ταχθεί στο παρελθόν υπέρ της εξόδου της χώρας από το ευρώ. Στη Γαλλία και στην Ισπανία η Ακροδεξιά ενισχύεται και, το χειρότερο, «κανονικοποιείται». Πόσο πρέπει να ανησυχεί η Ευρώπη;
Κάθε φορά που ένας «αντισυστημικός» πολιτικός ετοιμάζεται να αναλάβει την εξουσία, διατυπώνεται η εκτίμηση ότι θα προσγειωθεί γρήγορα και θα βάλει νερό στο κρασί του. Ο Ντόναλντ Τραμπ διέψευσε αυτή την εκτίμηση, φτάνοντας να αμφισβητήσει ακόμη και με τη βία τα αποτελέσματα των εκλογών στις οποίες ηττήθηκε καθαρά. Οι προθέσεις της Τζόρτζια Μελόνι παραμένουν άγνωστες, τα εμπόδια όμως που θα συναντήσει στην εφαρμογή της πολιτικής της είναι μεγάλα. Επτά στους δέκα Ιταλούς υποστηρίζουν το ευρώ. Αλλοι τόσοι αντιτίθενται στην απαγόρευση των αμβλώσεων. Ο πρόεδρος της χώρας και ο επικεφαλής του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα την εμποδίσουν να βάλει την Ιταλία σε περιπέτειες.
Η Μελόνι δεν θα μπορέσει να τα βάλει ούτε με την ΕΕ. Μπορεί να θαυμάζει τον Ορμπαν, μπορεί να έχει συμμαχήσει με τον Σαλβίνι και τον Μπερλουσκόνι, έχει ανάγκη όμως τα επόμενα χρόνια τις Βρυξέλλες τόσο για τη διαχείριση του τεράστιου ιταλικού χρέους (πάνω από 150% του ΑΕΠ) όσο και για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (κάπου 200 δισεκατομμύρια ευρώ). Και, αντίθετα με τους συμμάχους της, δεν συμπαθεί τον Πούτιν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι φιλελεύθεροι πρέπει να επαναπαύονται. Οι ελίτ εξακολουθούν να μη βρίσκουν πειστικές απαντήσεις στις ανησυχίες των πολιτών και η Ευρώπη αρχίζει να στρέφεται προς τη σκληρή Δεξιά. Οι δυτικές αξίες δεν απειλούνται μόνο από τους πολέμους, αλλά και από τις κάλπες. Και ο σεβασμός των αποτελεσμάτων κάθε τίμιας εκλογικής αναμέτρησης δεν μειώνει την ανάγκη της δημοκρατικής εγρήγορσης.