Στο βαθύ Κερατσίνι, ανάμεσα στα προσφυγικά και τα νεόδμητα, το Παλαιοπωλείον Ενθυμήματα του Κωνσταντίνου Πισιμίση στέκει σαν μηχανή του χρόνου. Είναι μεγάλος ο ζήλος του πειραιώτη συλλέκτη Βασίλη Πισιμίση (Κωνσταντίνος είναι ο γιος του) που ο χώρος ασφυκτιά από το αρχείο, τα αντικείμενα που σιωπηλά παραταγμένα «αφηγούνται» την πειραϊκή ιστορία. Τον Βασίλη τον γνώρισα όταν έγραψε και εξέδωσε στον Τσαμαντάκη το πρώτο του βιβλίο – έρευνα για τα Βούρλα και την Τρούμπα. Πηγαίος, λαϊκός, ευγενής, αφοσιωμένος στη λοξή θεματική, συμπληρώνει φέτος είκοσι δύο χρόνια σπουδής και οι εκδόσεις Μωβ επιμελήθηκαν και εξέδωσαν δύο φροντισμένα του βιβλία. Το «Βούρλα – Τρούμπα» και τη νέα έκδοση «Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι» που μάλιστα συμπληρώνεται από νέο υλικό, δεκάδες φωτογραφίες, χάρτες των περιοχών. Σκληρό το θέμα, μα αναγκαίο στην καταγραφή, σήμερα που η γλώσσα αλλάζει και που απομακρυνόμαστε από το φολκλόρ και τις εξιδανικεύσεις ή τις μυθοποιήσεις. Ο Πισιμίσης, με την έρευνά του καλύπτει ένα κενό, ένα θέμα ταμπού, μα και μια συναρπαστική εποχή του Πειραιά, αμφίσημη (μιλάμε πάντα για εκμετάλλευση γυναικών). Μια εποχή αναγκαία να διασωθεί όμως και για τη συλλογική αυτογνωσία, αλλά και για την τοπική ιστορία. Δεκάδες μαρτυρίες, εικόνες, ταυτοποιήσεις σημείων. Ο Πισιμίσης μιλάει για την Τρούμπα και τα Βούρλα σαν ξεναγός μνήμης, αλλά και σαν βιωματικός αυτόπτης μιας Ελλάδας του Μεταξά, της Κατοχής, του Σχεδίου Μάρσαλ του Αμερικάνικου Στόλου, των «σπιτιών» που έκλεισε ο δήμαρχος Σκυλίτσης βίαια το 1967, αλλά και για την περιοχή μεταπολιτευτικά που διέσωσε έναν χρώμα – μόνον με καμπαρέ – μέχρι τις πρόσφατες αναπλάσεις της με τα μαζικά μπαρ και τα νέα εστιατόρια που όμως γύρω τους (στη Νοταρά ή στη Φίλωνος) μπορείς να διακρίνεις τα παλιά αποτυπώματα.

Διάβαζα ερχόμενος πως η αείμνηστη Μάρθα Καραγιάννη ήταν από εδώ.

Η Μάρθα ήταν Κερατσινιώτισσα. Εμενε στα Ταμπούρια. Κι όπως μου είχε πει ο συχωρεμένος ο Αλέκος ο Χρυσοστομίδης ξεκίνησε απ’ το δικό του θέατρο και στη συνέχεια έγινε γνωστή. Εδώ ήταν τα παιδικά της χρόνια. Κι επειδή έχω όλο το αρχείο του Χρυσοστομίδη (βεστιάριο, προγράμματα), την έχω βρει σε υλικό. Ο πατέρας του Αλέκου είχε ανοίξει το Κεντρικόν, θέατρο στο Πασαλιμάνι, και μετά το φέρανε εδώ.

Εσείς πάντα Πειραιώτης;

Από καταγωγή είμαι Αρκάς. Δευτέρα Δημοτικού ήλθα εδώ, στο Κερατσίνι. Τότε ξεκίνησα ως συλλέκτης, με γραμματόσημα. Ολη η τάξη μάζευε αλλά εγώ συνέχισα. Μόλις κατάλαβα το νόημα της συλλογής, συνειδητοποίησα πως μόνον σε μια θεματική μπορείς να εμβαθύνεις σοβαρά. Μάζευα ευρύτερα πράγματα για τον Πειραιά. Μου άρεσε η τοπική ιστορία. Είχα πάρει όλη την ως τότε βιβλιογραφία. Διαβάζοντάς τα είδα πως ήταν αδικημένο το θέμα της πορνείας, των Βούρλων και της Τρούμπας. Το θεωρούσαν μίασμα.

Μόνο η Σπεράντζα Βρανά είχε γράψει κάτι…

Μπράβο! Ηταν φίλη μου, το πρώτο μου βιβλίο το αφιέρωσα σε εκείνη.

Το είχατε βγάλει στον Τσαμαντάκη.

Ναι. Μου την είχε γνωρίσει ο Χρυσοστομίδης. Μόνο εκείνη είχε κάνει βιβλίο, όλο το υλικό της ήταν από τρεις μαρτυρίες. Τρεις φορές είχε κατέβει στην Τρούμπα, τη μία για να δει μια φίλη της που χόρευε σε ένα καμπαρέ. Με βοήθησε όμως πάρα πολύ, ήταν φίλη μου, είχαμε συζητήσει πολύ στο σπίτι της στα Πατήσια. Και το βιβλίο της είχε τα πρώτα στοιχεία για το θέμα και την περιοχή.

Πώς αρχίσατε να ερευνάτε την Τρούμπα;

Ακουσε με πώς ξεκίνησε και εστίασα στην Τρούμπα. Καλοκαίρι πήγα να δουλέψω στην Τσαμαδού, στον Πειραιά, φτιάχναμε φύλλο για κανταΐφι. Εγώ τότε 14 ετών. Μου λέει το αφεντικό, μόλις είδε πως είμαι τσακάλι, «γιατί δεν πας νυχτερινό γυμνάσιο;». Πήγα. Στο 3ο Εσπερινό. Πηγαίνοντας τις παραγγελίες, πέρναγα από την Τρούμπα. Εβλεπα τις φωτογραφίες με τα αστεράκια στις προθήκες με τα μπαλέτα. Μόλις ξεμυτίσαμε λιγάκι, πήγαινα στα καμπαρέ. Βέβαια τις πόρνες τις είχε τελειώσει ο Σκυλίτσης από το 1967 με το πρόσχημα «Καθαρός Πειραιάς». Εδιωξε και τις καλντεριμιτζούδες, τις λαμαρίνες.

Λαμαρίνες;

Λέγανε την περιοχή, από τον Σταθμό του ηλεκτρικού μέχρι τον Αϊ-Διονύση. Πίσω είναι ο Παπαστράτος, όλες οι παράλληλες της παραλίας ήταν όλο μηχανουργεία. Παίρνανε κομμάτια από εγκαταλειμμένα πλοία. Επειδή δεν χώραγαν στο μαγαζί, τα άφηναν στα πεζοδρόμια έξω και με οξυγόνο κόβανε κομμάτια για να φτιάξουν τσάπες κ.τ.λ. Οι καλντεριμιτζούδες επειδή είχε χώρο πήγαιναν εκεί, από τον Αϊ-Διονύση μέχρι του Ρετσίνα. Εκεί πήγαιναν οι πιτσιρικάδες που δεν επιτρεπόταν να πάνε στα πορνεία του Πειραιά. Οι πιο γνωστές: «Η Νίκη το Ράδιο» που τραγουδούσε συνέχεια, την είχε αναφέρει κι ο Μπάρκουλης. Και η άλλη, η Φρειδερίκη προς το μονοπώλιο του αλατιού, ήταν λίγο κουτσή. Είχε όμως και μετά καμπαρέ, μπαρ η Τρούμπα και μετά τον Σκυλίτση. Μέχρι τα 24 μου πήγαινα συνέχεια. Αυτά που λέγανε πως γίνονται φασαρίες… ό, τι εγκληματικότητα είχε σε περιοχή με μπαρ είχε και εκεί. Ασε που σε προστάτευαν. Πορνεία όχι, μεταπολιτευτικά πια, δεν είχε.

Πώς συνεχίζετε;

Στα 17 μου ανοίγουμε το εργοστάσιο με τα έπιπλα με τα αδέλφια μου κι εγώ πάω Σιβιτανίδειο. Ηθελα να πάω για διακοσμητής. Σχέδιο. Η έρευνά μου δεν σταμάτησε ποτέ από τότε. Οχι για να γράψω βιβλίο, αλλά για τη θεματική συλλογή μου. Γνωρίζω τον Γιάννη Κακουλίδη πολύ μετά. Μου λέει: «Ενας, ρε συ, να γράψει για την Τρούμπα». Μόλις του έδειξα το υλικό μου, με παρότρυνε.

Ποιο ήταν το δυσκολότερο κομμάτι της έρευνάς σας;

Με την ορολογία της Τρούμπας: το καλντερίμι. Να ψάξεις να βρεις ανθρώπους που βίωσαν, που εργάστηκαν ή συγγενείς αυτών. Για να τους αποσπάσεις στοιχεία είναι δύσκολο, δεν σε εμπιστεύεται ο άλλος. Υπάρχει και ένας υπέρμετρος εγωισμός στους Πειραιώτες. Βρήκα πολλούς. Και γυναίκες. Πήρα αρκετές μαρτυρίες. Βέβαια το επίσης δύσκολο ήταν η διασταύρωση. Επειτα από 22 χρόνια έρευνας μπορώ να καταλάβω τα όρια της ανακρίβειας, έχω τα αντανακλαστικά. αυτά που γράφω θέλω να τεκμηριώνονται. Το Ιντερνετ σού δίνει πληροφορίες, αλλά έχει και πολλές ανακρίβειες.

Συλλέγετε πόσα χρόνια;

Από Δευτέρα Δημοτικού, αλλά για την Τρούμπα είκοσι δύο χρόνια.

Το πιο παράξενο εύρημα της εποχής εκείνης;

Τυχαία εντόπισα μάρκες των Βούρλων. Βρήκα έναν κύριο που ο πατέρας του ήταν στα Βούρλα χωροφύλακας. Γύρναγα τότε τα πειραϊκά καφενεία να βρω παλιούς και μου λέει αυτός: «Ρε φίλε, έχω κάτι σαν κέρματα». Και ήταν μάρκες από τα Βούρλα. Εχουν και επισήμανση γνησιότητας πάνω, για να μην κλέβουν οι μαντάμες. Πώς γινόταν η λειτουργία του πελάτη; Πήγαινε, είχε τρεις σειρές γυναικών: οι πιο μικρές σε ηλικία, οι μεσαίες και οι πιο μεγάλες, τότε σαραντάρες. Πήγαινες στη μαντάμ Ντουντού, έπαιρνες μια μάρκα των είκοσι δραχμών και πήγαινες είτε στο καφενείο των Βούρλων είτε στα δωμάτια που έγραφε το όνομα και τους την έδινες. Η κοπέλα ασκούσε την υπηρεσία της. Και το βράδυ αυτή εξαργύρωνε τις μάρκες της, αλλά δενέπαιρνε όλα τα λεφτά, είχε να πληρώσει καθαριότητα, χώρο και τη φρουρά.

Τι σας γοήτευσε;

Θεώρησα πως οι πόρνες και όλο το ευρύτερο τοπίο ήταν αδικημένα. Κανείς δεν έκατσε να ασχοληθεί σοβαρά. Φαντάσου πως οι μόνιμες στην Τρούμπα ήταν 500 και μόλις ερχόταν ο 6ος Στόλος γίνονταν δύο χιλιάδες. Σε ένα 24ωρο μάζευαν ένα μηνιάτικο. Υπηρέτριες που δούλευαν στην Αθήνα κατέβαιναν μία εβδομάδα κάτω ως καλντεριμιτζούδες.

Πότε ξεκινά η Τρούμπα ως περιοχή τέτοια;

Αρχικά, τα στοιχεία που έχω είναι από το 1840 που είναι διάσπαρτα τα χαμαιτυπεία, τα πορνεία στην παραλία, στην προβλήτα της Τρούμπας. Μόλις άρχισε να αναπτύσσεται ο Πειραιάς, άρχισαν να διαμαρτύρονται να φύγουν τα πορνεία έξω από την πόλη. Και οι Αρχές θέλανε να βρουν έναν χώρο να τις μαντρώσουν, να τις οριοθετήσουν τις κοπέλες. Τις πήγαν στη Δραπετσώνα, βρέθηκε το οικοδομικό τετράγωνο ιδιοκτησίας Πιπινέλη, τα Βούρλα. Εκεί ήταν ελώδης ο τόπος και αβαθής. Μετά μπαζώθηκε, αποξηράθηκε.

Τι δομή είχαν;

Ηταν τα πρώτα κρατικά πορνεία, με μάντρα ψηλή και μέσα είχε τρεις σειρές από 22 κάμαρες. Με φύλαξη αστυνομίας. Νόμιμα. Η τελευταία «μαντάμα» ήταν η Ντουντού, με προνομιακές σχέσεις με τον Μεταξά. Και το πρώτο νοσοκομείο για αφροδίσια νοσήματα λειτούργησε μέσα στα Βούρλα. Ηταν πολύ άσχημα τα πράγματα, ήταν ακριβά τα φάρμακα. Οταν φτιάχτηκε το Συγγρού, οι πρώτες που φιλοξενήθηκαν ήταν οι πόρνες από τα Βούρλα. Ερχονται οι Γερμανοί με την Κατοχή και κάνουν τα Βούρλα φυλακές. Φεύγοντας μάλιστα μετά το 1944 οι Γερμανοί διατηρούνται τα Βούρλα ως φυλακές με πτέρυγα πολιτικών και πτέρυγα ποινικών. Εχουμε και την περίφημη απόδραση. Εχω κι εγώ αναφορά στην έρευνά μου. Φεύγουν οι πόρνες και πάνε στην Τρούμπα που λες. Μέσα στην Κατοχή. Πριν, εν τω μεταξύ, στην Τρούμπα λειτουργούσαν καφέ σαντάν. Κάνουν οι Γερμανοί τα Soldaten Heim (διασκεδαστήρια). Ενα στο Φάληρο και ένα στον Πειραιά. Στο Παλλάς, στο Πασαλιμάνι, κάτω είχε προβολή ταινίας και πάνω επιστρατευμένες πόρνες.

Πώς αναπτύσσεται η Τρούμπα;

Το 1956 η Λίνα Τσαλδάρη, επί Καραμανλή, σπάει το γκέτο με τις μαντάμες που είχαν ένα πορνείο με 25 κορίτσια και τα εκμεταλλεύονταν και κάνει νόμο για πορνείο επί δύο κοπέλες. Και γεμίζει ο τόπος με «σπίτια». Λέγεται πως το πρώτο σπίτι που νοικιάστηκε στη Νοταρά ήταν ενός παπά. Η Τρούμπα όμως ήταν και γειτονιά με οικογένειες. Εχω μαρτυρία απ’ τον Γιώργο τον Μπενέτο, πρόεδρο του Επιμελητηρίου του Πειραιά, που μου είπε πως μένανε εκεί και όταν έκανε σκανδαλιά πήγαινε και κρυβόταν στις κοπέλες. Το πρωί ήταν όλο ναυτιλιακές εταιρείες, εργαζόμενους. Είχε δύο εαυτούς η περιοχή.

 

Γεωγραφικά;

Τα πλατιά όρια της Τρούμπας είναι ανάμεσα στις δύο εκκλησίες: Αγιο Σπυρίδωνα και Αγιο Νικόλαο. Τα στενά της όρια ήταν 2ας Μεραρχίας και Σκουζέ και από Ακτή Μιαούλη μέχρι τη Νοταρά. Τα περισσότερα πορνεία ήταν στη Νοταρά και τα περισσότερα καμπαρέ ήταν στη Φίλωνος. Βέβαια είχε πορνεία και στη Φίλωνος και καμπαρέ και στη Νοταρά. Λειτουργούσαν δέκα το πρωί μέχρι δέκα το βράδυ, αλλά όταν ερχόταν ο 6ος Στόλος ξενυχτούσαν. Τα καράβια τα άραζαν στο Φάληρο, στο ΣΕΦ, και τους έφερναν με λάντζες. Πήγαιναν και σε καμπαρέ στο Παλαιό Φάληρο. Το μεγάλο όμως κομμάτι ερχόταν στον Πειραιά, στο πέτρινο ρολόι. Εκεί τους έπαιρναν οι κράχτες που ξέρανε δυο αγγλικούλια και τους φέρνανε στην Τρούμπα. Το «Με πέρασες για Αμερικανάκι» βγήκε γιατί όταν μεθάγανε οι ναύτες τούς χύνανε το ποτό οι κοπέλες ή τους κλέβανε. Αλλά δεν ξόδευαν εκείνοι δικά τους χρήματα, φέρνανε λαθραία, γινόταν χαμός. Τρανζίστορ, αναπτήρες ζίπο, κούτες τσιγάρα και στο Πασαλιμάνι στρώνανε κάποιοι Πειραιώτες τσολιαδάκια, σουβενίρ κ.ά. Καμπαρέ, πορνεία και ξενοδοχεία είχε η περιοχή.

Παραβατικοί, προστάτες;

Είχε σύστημα με προστάτες. Πολλοί λυμαίνονταν την Τρούμπα. Αλλά ήταν χώρος οριοθετημένος. Στο Γιαχνί Σοκάκι, ήταν η Αγίου Σπυρίδωνος. Εκεί λοιπόν ήταν όλα τα μαγέρικα, καφενεία που έτρωγε όλος ο συρφετός και εκεί γινόταν και εμπόριο χασίς. Τα είχαν Μικρασιάτες, μαγείρευαν με μπαχαρικά και μύριζε όλος ο τόπος – εξού και Γιαχνί Σοκάκι. Η χειρότερη μορφή κακοποιού ήταν ο προαγωγός που έπαιρνε την κοπέλα από το σπίτι ή από το χωριό και την έβγαζε στην πορνεία. Αλητεία. Δεν είναι μαγκιά να εκμεταλλεύεσαι μια γυναίκα. Επειδή ο Πειραιάς είναι ένα μωσαϊκό ανθρώπων, πολυπολιτισμική πόλη και με ελλιπή αστυνόμευση (αυτά επί Μεταξά), για να επέλθει μια ισορροπία προέκυψαν και οι άγραφοι νόμοι, για να υπάρξει μια σταθερά στη συμβίωση. Υπήρχε υπό μία έννοια η μαγκιά του Πειραιά. Λέει ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας πως για να είσαι μάγκας πρέπει να τα βάλεις με τον μάγκα περιωπής. Εχω μαρτυρίες από δύο γεροντόμαγκες πως αυτά ήταν για να τους αποδέχονται σε τεκέδες. Ποιος άλλος ασχολείτο μαζί τους; Ηταν άλλο οι κουτσαβάκηδες. Σου λέγανε, «τι δουλειά είχαμε με αυτούς»; Εχουνε συνδέσει επίσης το ρεμπέτικο με το χασίς. Δεν είναι έτσι. Γράψανε βιωματικά τραγούδια, αλλά το ρεμπέτικο δεν ήταν χασικλίδικο. Είχε μεγάλη και πλούσια θεματολογία.

Πότε τελειώνει η Τρούμπα;

Επί δημαρχίας Σκυλίτση. Δίνει προθεσμία να κλείσουν έξι μήνες. Αλλες κοπέλες πάνε Βηρυτό, Ευρώπη, επαρχία ή Αθήνα. Οι ομορφότερες σε διαμερίσματα. Μένουν τα καμπαρέ αρκετά χρόνια. Τώρα με τον δήμαρχο Γιάννη Μώραλη είμαι σύμφωνος. Που έδωσε άδειες για μοντέρνα μπαράκια. Να μείνουν τα παιδιά του Πειραιά στην πόλη τους. Γιατί να ξενυχτάνε στη Γλυφάδα ή στην Αθήνα; Πάντως και τώρα, όποιος ξέρει το παρελθόν της Τρούμπας, τον πιάνει ένα δέος όταν περπατάει εκεί νύχτα.

Τα μεγάλα καμπαρέ ποια ήταν;

Είχε δυο λογιών καμπαρέ: αυτά με πρόγραμμα και μπαλέτα και πιο αργά λαϊκό και αυτά με καναπέδες και μουσική από στερεοφωνικό. Μαξίμ, Μπραζίλ, Τόνις, πολλά.

Σήμερα ο Πειραιάς έχει ταυτότητα;

Ο Πειραιάς κρατάει την ταυτότητά του. Πρέπει όμως στα σχολεία να διδάσκεται η τοπική ιστορία. Οταν ο νέος ξέρει την ιστορία της πόλης του, θα την αγαπήσει. Κι όταν πιο μεγάλος διαμαρτυρηθεί για κάτι, δεν θα πάει να σπάσει την πόλη του. Θα τη σεβαστεί.