Στο πλαίσιο του ισχύοντος στην Ελλάδα κοινοβουλευτικού συστήματος η κυβερνητική σταθερότητα ταυτίζεται στην ουσία με την ύπαρξη, τη διατήρηση και τη συνέχεια της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ Βουλής και κυβέρνησης. Δεν αφορά δηλαδή τόσο τη σχέση μεταξύ εκλογικού σώματος και Βουλής, και συνεπώς δεν αποτελεί μια συνταγματική εκλογική αρχή για τη διαρρύθμιση του εκλογικού συστήματος, όπως η αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, αλλά αφορά κυρίως τη σταθερότητα της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, για την οποία μεριμνά το Σύνταγμα ιδίως με τις διαφορετικές πλειοψηφίες που απαιτούνται για την ψήφο εμπιστοσύνης και την ψήφο δυσπιστίας. Κατά τεκμήριο, η «αυτοδυναμία», δηλαδή απόκτηση απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από ένα κόμμα, διασφαλίζει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την κυβερνητική σταθερότητα, χωρίς όμως να εγγυάται αυτόματα και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης (ένα παράδειγμα: οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή κατά την περίοδο 2004-2009). Η διευκόλυνση της αυτοδυναμίας μέσω του εκλογικού νόμου, με τη θέσπιση «εκλογικών δώρων» στο πρώτο κόμμα, ανήκει καταρχήν στη διακριτική ευχέρεια του εκλογικού νομοθέτη, αρκεί να μην οδηγεί σε μια υπέρμετρη κοινοβουλευτική υπερ-αντιπροσώπευσή του, ένα ενδεχόμενο που επέτρεπε ο νόμος Παυλόπουλου με το απροϋπόθετο bonus των 50 εδρών.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ