Ηταν Σεπτέμβριος του 1922 και στη φλεγόμενη Σμύρνη εξαθλιωμένοι Ελληνες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σωθούν. Κυνηγημένοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά κολυμπούσαν απελπισμένοι στη θάλασσα, με την ελπίδα πως κάποιος θα τους βοηθούσε – μέχρι που τελικά πνίγονταν. Τα ελληνικά πλοία είχαν λάβει αυστηρή διαταγή να μην παραλαμβάνουν τον άμαχο πληθυσμό και ο συμμαχικός στόλος αδιαφορούσε. Η τραγωδία κορυφωνόταν, όταν συγκινημένος από όσα εκτυλίσσονταν μπροστά στα μάτια του ο καπετάνιος ενός ιαπωνικού εμπορικού πλοίου έδινε εντολή στο πλήρωμά του: ολόκληρο το φορτίο από μετάξι και δαντέλα έπρεπε να πεταχτεί στη θάλασσα και το καράβι να πλευρίσει στην προκυμαία ώστε να επιβιβαστούν σε αυτό Ελληνες και Αρμένιοι που θα μεταφέρονταν ασφαλείς σε ελληνικά λιμάνια. Και έτσι έγινε. Οι μαρτυρίες αυτών που σώθηκαν χάρη σε αυτήν την ύστατη πράξη ανθρωπιάς συγκλονίζουν μέχρι σήμερα, ενώ μόλις πριν από λίγα χρόνια με αφορμή τη συγκινητική ιστορία του γιαπωνέζικου πλοίου η Εστία της Νέας Σμύρνης απένειμε τιμητική πλακέτα στον πρέσβη της Ιαπωνίας. Φέτος, συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ημέρα εκείνη που ένα σπάνιο παράδειγμα ανθρωπιάς, μέσα στη δίνη της Μικρασιατικής Καταστροφής, έγραφε Ιστορία.
Τους έριξαν ανεμόσκαλες
«Πριν ακόμη προλάβουν να ζητήσουν βοήθεια, έπεσαν μπροστά τους ανεμόσκαλες για να επιβιβαστούν», γράφει ο ελληνοαμερικανός καθηγητής Νταν Γεωργακάς στο βιβλίο του «My Detroit: Growing Up Greek and American in Motor City», διηγούμενος πώς το 1922 οι Ιάπωνες έσωσαν τη μητέρα του και τον θείο του σε ηλικία 12 και 11 ετών. «Η μητέρα μου ήταν τόσο αδύναμη που φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να κρατηθεί και θα έπεφτε στη θάλασσα. Ομως μεγαλύτεροι Ελληνες την έσπρωξαν μέχρι να φτάσει στην κορυφή της ανεμόσκαλας, όπου ένας ναυτικός περίμενε να την παραλάβει με ασφάλεια. Οταν ανέβηκε στο κατάστρωμα, τη σήκωσε στους ώμους του και την έβαλε μπροστά σε μια τεράστια κατσαρόλα με ζεστό φαγητό. Της πρόσφερε ένα μικρό μπολ και της έδειξε με χειρονομίες ότι μπορούσε να φάει με τα χέρια. Καθώς την προέτρεπε να φάει, η μητέρα μου συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι ο άνθρωπος αυτός είχε σχιστά μάτια και ότι το δέρμα του ήταν διαφορετικό από το δικό της. Αμέσως φαντάστηκε τον σωτήρα της ως ένα από τα πλάσματα για τα οποία είχε ακούσει στα παραμύθια. Το ευγενικό του χαμόγελο της επιβεβαίωνε ότι ανήκε στους καλούς. Κοιτώντας τριγύρω της ένιωσε ότι βρισκόταν σε ένα καράβι γεμάτο με μαγικά πλάσματα, μια εντύπωση που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο όταν ξαφνικά είδε τον αδελφό της να στέκεται δίπλα της…».
Πέταξαν το μετάξι στο νερό
Το περιστατικό είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των ξένων ανταποκριτών που κάλυπταν τα δραματικά γεγονότα της εποχής και σχετικές αναφορές φιλοξενήθηκαν στον ξένο Τύπο. «Υπήρχε κι ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι το οποίο έριξε όλο το φορτίο στη θάλασσα, πήρε τους υπόλοιπους πρόσφυγες και τους μετέφερε στον Πειραιά. Τα αμερικανικά, τα βρετανικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά πλοία έλεγαν στους πρόσφυγες ότι μπορούσαν να πάρουν μόνο δικούς τους στα σκάφη και τότε παρέμειναν οι ταπεινοί Ιάπωνες για να αποδείξουν την ευσπλαγχνία τους προς τους πρόσφυγες», έγραφε η «Atlanta Journal – Constitution» στο φύλλο της 15ης Οκτωβρίου 1922, ενώ η Anna Harlowe Birge, σύζυγος αμερικανού καθηγητή στο Διεθνές Κολέγιο Σμύρνης και μάρτυρας των σκηνών που εκτυλίχθηκαν στο λιμάνι, έγραψε στην «Boston Globe» το 1922: «Στο λιμάνι, εκείνη τη στιγμή ήταν ένα ιαπωνικό φορτηγό, το οποίο είχε μόλις αφιχθεί γεμάτο με πολύτιμο φορτίο, μετάξι, υφάσματα και πορσελάνες αξίας πολλών χιλιάδων δολαρίων. Ο ιάπωνας καπετάνιος, όταν συνειδητοποίησε την κατάσταση, δεν δίστασε. Ολο το φορτίο κατέληξε στα βρώμικα νερά του λιμανιού και το φορτηγό γέμισε με αρκετές εκατοντάδες πρόσφυγες, που μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και στην ασφάλεια ελληνικών ακτών».
Ο «Λου» και το πλοίο «Tokei Maru»
Εκατό χρόνια μετά, το όνομα του πλοιάρχου παραμένει άγνωστο. Και η ιστορία του έμεινε στην αφάνεια για δεκαετίες, όμως δεν ξεχάστηκε ποτέ.
Μια σειρά άρθρων του Σταύρου Σταυρίδη, ερευνητή στο Εθνικό Κέντρο Ελληνικών Σπουδών και Ερευνας στο Πανεπιστήμιο Latrobe της Αυστραλίας και αρθρογράφου της «Νational Herald», αλλά και οι αναφορές του Νταν Γεωργάκας οδήγησαν τη γιαπωνέζα καθηγήτρια Νanako Murata-Sawayanagi να ξεκινήσει μια δεκαετή έρευνα με σκοπό την αναζήτηση του ήρωα πλοιάρχου. Το μοναδικό στοιχείο που βρέθηκε από τα ντοκουμέντα της εποχής ήταν μια αναφορά στην εφημερίδα «Αθήναι», σύμφωνα με την οποία ο καπετάνιος που έσωσε ζωές στη Σμύρνη ονομαζόταν Λου, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να επαληθευτεί. Παράλληλα, οι έρευνες του Σταύρου Σταυρίδη οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το σωτήριο για τους πρόσφυγες ιαπωνικό πλοίο ήταν το «Tokei Maru», το οποίο αποτέλεσε έμπνευση για τη δημιουργία ταινίας animation από τον Ζάχο Σαμολάδα.