Οπου πηγαίνει η Ιταλία, σε λίγο θα βρεθεί κι η υπόλοιπη Ευρώπη. Το αξίωμα δεν επιβεβαιώνεται πάντοτε. Αλλά η αλήθεια είναι πως συχνά η Ιταλία αποδεικνύεται ένα πολιτικό εργαστήριο όπου δοκιμάζονται συνταγές που αργότερα εκτελούνται και σε άλλες εθνικές κουζίνες. Το ενδιαφέρον μας, συνεπώς, είναι κάτι περισσότερο από δικαιολογημένο: Πού πηγαίνει η Ιταλία;
Στις εκλογές του 2018, το ιταλικό εκλογικό σώμα είχε δώσει το 50% και κάτι των ψήφων του σε δύο εξωτικά, «αντισυστημικά» κόμματα, με πελώριες διαφορές μεταξύ τους, μα με ένα κοινό χαρακτηριστικό: έναν επιθετικά λαϊκιστικό λόγο. Εμείς και αυτοί. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων είχε σαρώσει τον νότο, η Λέγκα τον βορρά. Κι αν προσθέσουμε και το 4,4% που είχε πάρει η Μελόνι, με ένα πρωτοεμφανιζόμενο τότε κόμμα – μεταλλαγμένο απόγονο του μεταπολεμικού νεοφασισμού – προκύπτει ένα άθροισμα κοντά στο 55% για τις διαφορές εκδοχές αντισυστημικής ψήφου. Το υψηλότερο που έχει ποτέ καταγραφεί σε δυτική χώρα.
Λέγκα και Αστέρια κυβέρνησαν για λίγο μαζί, σε μια κυβέρνηση all star του λαϊκισμού, έπειτα τα Αστέρια συμμάχησαν με τη «συστημική» Κεντροαριστερά, έπειτα μπήκαν στην (σχεδόν) οικουμενική κυβέρνηση Ντράγκι κι έπειτα την ανέτρεψαν. Κι έτσι η Ιταλία βρέθηκε, ελαφρώς πρόωρα, στις κάλπες ξανά. Το άθροισμα των τριών κομμάτων του χώρου του λαϊκισμού ελάχιστα μειώθηκε. Αγγιξε το 50% και πάλι. Μόνο που η εσωτερική κατανομή έχει αλλάξει. Λέγκα και Αστέρια έχασαν συνολικά τη μισή εκλογική τους δύναμη. Η άλλη μισή μετακόμισε στη Μελόνι, δίνοντάς της ένα εντυπωσιακό 26%. Το κόμμα της, που έχει πάρει την ονομασία του από τον πρώτο στίχο του εθνικού ύμνου, Fratelli d Italia, και το σύμβολό του, την τρίχρωμη φλόγα, από το μεταφασιστικό MSI, έγινε η κυρίαρχη δύναμη του λαϊκιστικού χώρου. Αλλά και η ισχυρότερη δύναμη του δεξιού μπλοκ συνολικά, το οποίο από 36% στις προηγούμενες εκλογές βρέθηκε την περασμένη Κυριακή στο 46%.
Τι σημαίνουν αυτοί οι αριθμοί; Πώς εξηγούνται;
Η Metron analysis περιλαμβάνει στις έρευνές της, εδώ και λίγους μήνες, ένα ενδιαφέρον ερώτημα: «Ας φανταστούμε τον κόσμο σαν μια πόλη προστατευμένη από ένα κάστρο που περικλείεται από μια έρημο. Υπάρχουν άνθρωποι προστατευμένοι μέσα στο κάστρο και άνθρωποι απροστάτευτοι έξω από αυτό. Εσείς πού θα λέγατε ότι βρίσκεστε; Μέσα ή έξω από το κάστρο;». Οι απαντήσεις μοιράζονται στα δύο. Στην προχθεσινή της έρευνα, οι «εκτός» μετρήθηκαν στο 50%, οι εντός στο 47%. Πράγμα που σημαίνει ότι «εκτός» δεν αισθάνονται μόνον άνθρωποι που ζουν με προνοιακά επιδόματα, στα σύνορα της φτώχειας, αλλά και άνθρωποι που έχουν δουλειά, σπίτι, οικογένεια, αυτοκίνητο, μα νιώθουν πως ισορροπούν σε ένα σχοινί δίχως δίχτυ ασφαλείας, πως η ζωή τους απειλείται και πως αδικούνται σ’ έναν κόσμο χαοτικών ανισοτήτων. Ενας στους τρεις ψηφοφόρους της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ νιώθει «εκτός», έξι στους δέκα ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ιταλία, το αίσθημα αποκλεισμού «εκτός», είναι ακόμη πιο ισχυρό. Η διαφορά είναι πως οι πολιτικές συμπεριφορές εκεί είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένες με αυτό το αίσθημα. Οσοι νιώθουν «εκτός» ψηφίζουν μόνον εκείνους που δηλώνουν «εκτός» και «αντί».
Αυτό είναι το ρεύμα που διατρέχει τις δυτικές κοινωνίες. Ενα ρεύμα ανασφάλειας και φόβου, ταυτοτικής απειλής και πνιγηρού αισθήματος ανισότητας, που σαρώνει τα μεσαία στρώματα και τα μετατρέπει σε δυνητική εκλογική δεξαμενή για λαϊκιστές, παλιάτσους και θαυματοποιούς, που υπόσχονται απλοϊκές λύσεις σε σύνθετα προβλήματα κι έχουν ένα σύνθημα για κάθε πρόβλημα. Αυτό το ρεύμα, που διαρκώς φουσκώνει, δίνει απάντηση στο ερώτημα που, την τελευταία δεκαετία, διατυπώνεται σε πολλές γλώσσες και οι ιταλικές εκλογές το επανέφεραν με έμφαση. Πώς γίνεται και η ισχυρότερη δημοκρατία του κόσμου εκλέγει για πρόεδρο κάποιον σαν τον Τραμπ; Πώς γίνεται και οι νεοναζί μπαίνουν στην κυβέρνηση στον σοσιαλδημοκρατικό παράδεισο της Σουηδίας; Πώς γίνεται και οι μεταφασίστες κερδίζουν τις εκλογές στην Ιταλία;
Είναι μια απάντηση, αλλά όχι ολόκληρη η απάντηση. Εξηγεί τη δημιουργία μιας «κοινωνικής ζήτησης», δεν εξηγεί την έλλειψη μιας αντίστοιχης «πολιτικής προσφοράς». Γιατί τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα αποτυγχάνουν να επικοινωνήσουν με αυτές τις αγωνίες; Γιατί αφήνουν τόσο εύκολα το κοινωνικό γήπεδο στους θαυματοποιούς και στους παλιάτσους;
Η Ιταλία έχει ένα μάθημα να μας δώσει. Ηταν η πρώτη χώρα στον μετά το 1989 δυτικό κόσμο, που είδε το παλιό της πολιτικό της σύστημα να καταρρέει. Η πρώτη που εναπόθεσε ελπίδες σε έναν λαϊκιστή που υποσχόταν θαύματα – ο Μπερλουσκόνι έγινε πρώτη φορά πρωθυπουργός το 1994. Η πρώτη που έβαλε τους απογόνους της φασιστικής Ακροδεξιάς στο σαλόνι – η Εθνική Συμμαχία, ο άμεσος πρόγονος των Fratelli d Italia, έγιναν νωρίς μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού του Μπερλουσκόνι. Η πρώτη που έδωσε την πλειοψηφία στους λαϊκιστές – το 2018. Και τώρα γίνεται η πρώτη που θα έχει πρωθυπουργό με καταγωγή, μακρινή έστω, από τα πιο σκοτεινά και φονικά φαντάσματα του 20ου αιώνα.
Του «σκανδάλου Μελόνι» προηγήθηκε ένα διπλό προπατορικό αμάρτημα: Η αδυναμία, αφενός, της Κεντροαριστεράς να προτείνει νέες ιδέες, να εμπνεύσει εμπιστοσύνη, να βρει πρόσωπα με ηγετικό χάρισμα. Ο κυνικός οπορτουνισμός της Κεντροδεξιάς, αφετέρου, και προπάντων. Της Κεντροδεξιάς που αγκάλιασε την Ακροδεξιά, προς εκλογική χρήση, τη νομιμοποίησε και τώρα τη βλέπει έντρομη να αναδεικνύεται ηγεμονική στην ευρύτερη παράταξή της. Το πρόβλημα, θέλω να πω, δεν είναι η Μελόνι. Είναι οι άλλοι.