Οταν μου ζήτησαν από «ΤΑ ΝΕΑ» να γράψω 800 λέξεις για τη γειτονιά όπου γεννήθηκα, σκέφτηκα «τι θα πω πάλι αφού τα έγραψα στα βιβλία μου». Η αλήθεια όμως είναι πως νιώθω βγαλμένη από ένα παραμύθι κι αφού το θέλετε να σας το ξαναπώ.
Μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ένα κοριτσάκι χαρούμενο και φωτεινό που όλο γελούσε, έτρεχε, χόρευε, πηδούσε και τραγουδούσε.
Ραμόνα τη λέγανε τη γειτονιά μου. Το σπίτι μας ήταν ένα εβραϊκό πίσω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, όπως και το Δημοτικό μου Σχολείο που δεν είχε αριθμό… Απέναντι από το σπίτι μας (ένα διώροφο οίκημα με τέσσερα διαμερίσματα και δύο εισόδους) υπήρχαν υπαίθριες μάντρες παλιών σιδήρων, περιφραγμένες πρόχειρα με παλιές σκουριασμένες λαμαρίνες. Ολος ο δρόμος, η Δ’ πάροδος Ταντάλου, είχε το δικό μας και άλλα δυο – τρία σπίτια και κατά τα άλλα μαγαζιά και αποθήκες με παλιά ανταλλακτικά αυτοκινήτων (ζάντες, μηχανές, σασμάν, καθρέπτες, λάστιχα κ.λπ.).
Είχαμε μια κολόνα της ΔΕΗ (ένας ροζιασμένος κορμός «περασμένος» με πίσσα) με έναν γλόμπο κάτω από ένα μαύρο «πιάτο». Εκεί καθόμασταν χαζογελώντας ανυποψίαστοι, «τα ανέμελα βράδια» και τρώγαμε αλατισμένα μαύρα σπόρια!
Η γειτονιά μου δεν είχε δέντρα, όμως στο οικόπεδο του Σταθμού από τη μεριά των γραμμών των τρένων, είχαν φυτέψει μικρά πευκάκια που μπορούσα – μπαίνοντας από μια τρύπα στα σύρματα του Σταθμού – να τα πηδάω μόνη μου το ένα μετά το άλλο όντας σε μεγάλη έξαψη…
Στην οδό Ταντάλου γωνία με Βάκχου, ήταν ο φούρνος και μια ταβέρνα με χύμα ρετσίνα και διαθέσιμες γυναίκες για αγοραίο, φτηνό έρωτα. Η εξώπορτα του σπιτιού μας, μια δίφυλλη με διακοσμητικές σιδεριές στα παράθυρα – που δεν είχαν πλέον τζάμια – το καλοκαίρι έπαιρνε το χρώμα της στάχτης, σαν να ήτανε φτιαγμένη από κούτσουρα που τα ξέβρασε η θάλασσα και τον χειμώνα με τα λασπόνερα το χρώμα της νωπής κοπριάς.
Εδώ κι εκεί υπήρχαν ακόμη μερικές λαξεμένες πέτρες – σαν τουβλάκια – από τα παλιά πεζοδρόμια… και την άνοιξη στις παρυφές των περιφραγμάτων φύτρωναν χαμομήλια, παπαρούνες και αγριομολόχες.
Τον χειμώνα με τις βροχές το νερό έπαιρνε το χώμα κι έβγαζε στην επιφάνεια σκουριασμένες βίδες, καρφιά… κομματάκια από μέταλλα – τα μπρουντζάκια. Είχαμε από ένα τενεκεδάκι και βγαίναμε στον δρόμο με τον αδελφό μου Τάκη, μετά τη βροχή. Με έναν γεμάτο τενεκέ σίδερα, που πουλούσαμε στη μάντρα του διάσημου τότε παλιατζή Μουσικού, απέναντι από το σπίτι μας, βγάζαμε μέχρι και 5 δραχμές. Κάπου κάπου περνούσε κανένα φορτηγό, κατά τα άλλα μόνο κάρα με γαϊδούρια και άλογα και μόνο ένας γείτονάς μας, ο Χρυσούλης, είχε κούρσα, που όλο τη σπρώχναμε για να πάρει μπρος. Πίσω από το σπίτι μας σε ένα βαθούλωμα ήταν ο συνοικισμός «παράγκες». Οι παράγκες ήταν φτιαγμένες με σκουπίδια. Ηξερα την παράγκα της γιαγιάς μου στον «τενεκέ μαχαλά» των προσφύγων με δυο δωμάτια και έναν μικρό κήπο με λουλούδια – αυτές εδώ όμως, πώς να το πω, μοιάζανε… με άστεγους κολλημένους τον έναν δίπλα στον άλλον και κουκουλωμένους με τσουβάλια, στρατιωτικές κουβέρτες, τενεκέδες, λαμαρίνες, ξύλα, καδρόνια, πέτρες…
Νερό κουβαλούσαμε με τους τενεκέδες από τη βρύση στην αλάνα, πάνω από τις παράγκες, στον δρόμο για το σχολείο. Εκεί ήταν και το μπακάλικο και λίγο πιο πάνω, στην άσφαλτο, το ζαχαροπλαστείο που πουλούσε χύμα γιαούρτι σε πήλινες γαβάθες, πάστες και καραμέλες στα μεγάλα γυάλινα βάζα. Εξω από το ζαχαροπλαστείο ήταν το περίπτερο, με τα τσιγάρα, τις σοκολάτες και τις ροζ τσιχλόφουσκες, απέναντι το ψιλικατζίδικο με τα ραπτικά: κλωστές, μασουράκια, βελόνες, μεζούρες, φερμουάρ…
Πιο πολύ απ’ όλα αγαπούσα το παιχνίδι. Τα παιδιά της γειτονιάς μου έξω από το σπίτι με φωνάζανε «Σοφούλα, βγες να παίξουμε». Η μάνα μου δεν μ’ άφηνε… εγώ όμως μετά το μεσημεριανό φαΐ έγραφα γρήγορα τα μαθήματά μου – στην ανάγνωση ήμουν ξεφτέρι, ποιήματα κ.λπ. τα ήξερα όλα απ’ έξω, ζωγράφιζα το θέμα της ημέρας -, άρπαζα ό,τι είχαμε φυλαγμένο στα ντουλάπια – στραγάλια, σταφίδες, σύκα, τέτοια απλά -, γέμιζα τις τσέπες μου (τα μοίραζα όλα στα παιδιά), σήκωνα με απαλές κινήσεις το μάνταλο και φρρρπππ… Να σηκώνεις σαν τον κλέφτη το μάνταλο της πόρτας και να πετάγεσαι στον δρόμο είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ίσως και να είναι ο ορισμός της ελευθερίας: Να σταματάς τον χρόνο. Μέχρι σήμερα δεν βρήκα όμοια άλλη χαρά κι ας έτρωγα μετά ξύλο γιατί έσκιζα τα ρούχα μου, γιατί μάτωναν τα γόνατα… γιατί λέρωνα τις κάλτσες μου ή γιατί τρυπούσαν τα παπούτσια από το κουτσό… γιατί, γιατί ανέβαζα πυρετό… Κατά βάθος η μάνα μου ήθελε να κάνω δουλειές του σπιτιού… – όλα μόνη της – κι εγώ έπλενα τα πιάτα, πρόσεχα το φαΐ, μπάλωνα κάλτσες, σκούπιζα, σφουγγάριζα, τίναζα τις κουρελούδες… και όταν ήμουν τιμωρημένη, ξάπλωνα μπρούμυτα στα σανίδια που είχαν τρύπες – φύσαγε ο Βαρδάρης και «χορεύαν» τα κιλίμια – κι έβλεπα από τις χαραμάδες, σαν σινεμά, τη ζωή της αποικίας των ποντικιών «ρουφώντας» τη μούχλα που αναδυόταν από το υπόγειο…