Το ξέσπασμα των ασθενών αλλά και του προσωπικού του Παίδων «Αγία Σοφία», προϊόν των τραγικών ελλείψεων σε αναισθησιολόγους, αποκάλυψε τις κακοδαιμονίες του ΕΣΥ και προκάλεσε αντανακλαστικές κινήσεις στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας για ταχύτατη εξεύρεση λύσεων. Ωστόσο γιατροί που εργάζονται με αφοσίωση επί δεκαετίες στο συγκεκριμένο νοσηλευτικό ίδρυμα περιγράφουν τη ματαίωση και την απομύζηση που βιώνουν καθώς καλούνται καθημερινά να εργάζονται με εντατικούς ρυθμούς σε ένα σύστημα που δείχνει σταδιακά σημάδια μαρασμού.
«Η παρατεταμένη οικονομική κρίση και η πανδημία αναμφίβολα συνέβαλαν στην επιβάρυνση και του ελληνικού νοσοκομείου. Αυτό ωστόσο δεν αποτελεί δικαιολογία για το γεγονός ότι το μεγαλύτερο παιδιατρικό νοσοκομείο των Βαλκανίων, με τεράστια αναγνωρισμένη προσφορά στα ελληνόπουλα, αντί να παρέχει υπηρεσίες τριτοβάθμιας υγείας, έχει αναγκαστεί να διαχειρίζεται εν μέρει κοινωνικές κρίσεις και δυσλειτουργίες του συστήματος» υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Παιδοψυχιατρικής και διευθυντής στην Παιδοψυχιατρική Κλινική του «Η Αγία Σοφία», Γεράσιμος Κολαΐτης. Προχωρώντας σε μια κατάθεση ψυχής, παραδέχεται πως «με μεγάλη στενοχώρια, πικρία, θυμό και ματαίωση βιώνουμε το συνεχές φυλλορρόημα του νοσοκομείου, την υποστελέχωση και επαγγελματική κόπωση του προσωπικού όλων των κλάδων του, με τμήματά του να έχουν απειληθεί παλαιότερα – ή άλλα να απειλούνται ακόμη – με κλείσιμο».
Ιδρυμα «φιλοξενίας»
Και περιγράφει πώς το «Αγία Σοφία» μεταβλήθηκε σε έναν βαθμό, την τελευταία δεκαετία, ελλείψει κοινωνικών δομών προστασίας, σε ίδρυμα παροχής «φιλοξενίας» παιδιών από πολυπροβληματικές οικογένειες, με εισαγγελική εντολή, και τα οποία επιβαρύνονται και έχουν θέσει επανειλημμένα, όπως και πρόσφατα, σε κίνδυνο την ασφάλεια νοσηλευομένων και προσωπικού. Παρότι, αναμφίβολα, μέρος της εργασίας τόσο των παιδιάτρων όσο και των ειδικών ψυχικής υγείας αφορά την κακομεταχείριση των παιδιών, ο ίδιος εντοπίζει «κατάχρηση» του νοσοκομείου, δεδομένου πως δέχεται πολλά περιστατικά από πολλές περιοχές της χώρας, γεγονός που θα έπρεπε να έχει προβληματίσει.
«Μοιραία, η λειτουργία της Πανεπιστημιακής Παιδοψυχιατρικής Κλινικής, την οποία γνωρίζω καλά, αφού υπηρετώ εδώ και 26 χρόνια (εννέα ως διευθυντής της), έχει αναγκαστικά επηρεαστεί. Πέραν των ανωτέρω κοινωνικών περιστατικών, στα οποία μάς ζητείται η αξιολόγηση, έχω ζήσει τα τελευταία χρόνια τη μεγάλη αύξηση παιδοψυχιατρικών περιστατικών που προσέρχονται κυρίως στις εφημερίες του νοσοκομείου, με εισαγγελική εντολή για ψυχιατρική αξιολόγηση ή νοσηλεία» προσθέτει ο καθηγητής. Και όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Κλινική έχει αποδυναμωθεί επικίνδυνα, οι γιατροί και οι νοσηλευτές έχουν σχεδόν υποδιπλασιαστεί, «με αναμενόμενες επιπτώσεις, μορφής χιονοστιβάδας, στην παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών από τις μονάδες της σε οικογένειες με πραγματικά ψυχιατρικά προβλήματα».
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Γεράσιμος Κολαΐτης αναζητά μια μόνιμη… θεραπεία. «Είναι μεγάλη ανάγκη η Πολιτεία, έστω και με καθυστέρηση, να ενισχύσει σε μόνιμη βάση το προσωπικό, ποσοτικά αλλά και με κίνητρα. Για να είναι αποτελεσματικοί εκείνοι που φροντίζουν, είναι αναγκαίο να φροντίζονται οι ίδιοι». Παράλληλα όμως επιμένει πως είναι εξίσου σημαντικό να λειτουργούν επαρκώς οι υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας (και ψυχικής).
Τα κενά
Με ισχυρή δόση πικρίας περιγράφει τις συνθήκες που επικρατούν στο ίδιο νοσοκομείο και η διευθύντρια του Νευρολογικού Τμήματος Βιργινία Θεοδώρου. Οταν διορίστηκε, τη δεκαετία του ’90 ως επιμελήτρια Β’, στην τότε κλινική (όχι τμήμα, όπως σήμερα) υπηρετούσαν συνολικά έξι μόνιμοι και εξειδικευμένοι γιατροί. Πόσοι έχουν απομείνει; Μόλις δύο, όταν το νοσοκομείο εφημερεύει μέρα παρά μέρα, ενώ παράλληλα πρέπει να καλυφθούν και 15 εσωτερικές εφημερίες. Τα κενά οδήγησαν αναπόφευκτα σε μια κατάσταση άνευ προηγουμένου, με αποκορύφωμα τον περασμένο Ιούνιο, όταν το όνομα της Βιργινίας Θεοδώρου (η οποία υπογραμμίζεται πως αναγκάστηκε να υποβάλει τα χαρτιά της για συνταξιοδότηση) ήταν γραμμένο σε περισσότερες από 20 εφημερίες. «Δεν θα περιγράψω τα συναισθήματα των ειδικευομένων γιατρών ούτε και της μοναδικής επικουρικού γιατρού, ούτε τα δικά μου» λέει μιλώντας στα «ΝΕΑ», αρνούμενη να εξηγήσει τα αυτονόητα.
Τονίζει πως οι ειδικευόμενοι βρίσκονται στο σύστημα για να εκπαιδευθούν. Ωστόσο, αντ’ αυτού τεκμηριώνουν τη γραφειοκρατική δουλειά, τις εφημερίες. Και παραδέχεται πως οι συνθήκες αυτές δεν δελεάζουν τους νέους επιστήμονες. Με στενοχώρια διαπιστώνει πως όσα με κόπο έχουν χτιστεί τις προηγούμενες δεκαετίες, σταδιακά μαραζώνουν, λόγω των αδυναμιών του συστήματος. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως στο Νευρολογικό Τμήμα νοσηλεύονται επείγοντα περιστατικά αλλά και τακτικές εισαγωγές για το «follow up» παιδιών με επιληπτικά σύνδρομα, νευρολογικά νοσήματα καθώς και τη διερεύνηση νευροαναπτυξιακών, νευρομεταβολικών και νευροεκφυλιστικών νοσημάτων, αγγειακών εγκεφαλικών (ΑΕΕ), αυτοάνοσων νοσημάτων κ.ο.κ. Παράλληλα, υπό την ομπρέλα της Κλινικής λειτουργούν εξιδεικευμένα εξωτερικά ιατρεία, όπως είναι το Ιατρείο Σπασμών, Ιατρείο Κεφαλαλγίας, κ.ά. Ωστόσο τα ραντεβού αναγκαστικά περιορίζονται, λόγω ένδειας προσωπικού. Και παρότι η ίδια μιλάει με πάθος για τη δουλειά και την ειδικότητά της, παραδέχεται πως πλέον βιώνει επιστημονική μοναξιά. «Δεν έχω συνομιλητή παιδονευρολόγο στην καθημερινή πράξη. Οφείλω να έχω τον νου μου σε όλα – από τη γνωμάτευση έως τη συνταγογράφηση. Δεν υπάρχει ο χρόνος για συμμετοχή σε συνέδρια…». Και προσθέτει: «Η στελέχωση και λειτουργία του Νευρολογικού Τμήματος σαν κλινικής είναι απαραίτητη στο μεγαλύτερο νοσοκομείο Παίδων με εξειδικευμένο και μόνιμο προσωπικό για να διεκπεραιώσει τις τεράστιες ανάγκες των μικρών ασθενών και τον εκπαιδευτικό ρόλο προς τους ειδικευομένους των διαφόρων ειδικοτήτων που χρειάζονται την ειδικότητα της νευρολογίας από έξι μήνες έως έναν χρόνο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ