Πρέπει να υπάρχει στον ΣΥΡΙΖΑ κλαδική αρχαιολογίας ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα σε αριστεριστές που ανακάλυψαν την εθνική κληρονομιά και το τρισχιλιετές κλέος και πλέον ανταγωνίζονται σε πεδία τα οποία ήταν προνομιακοί χώροι των αναμεταδοτών της επίσημης ιστορίας και της εθνικής ιδεολογίας. Πάντως, τα τελευταία χρόνια η ενασχόληση του κόμματος αυτού με τα αρχαία, σε ανοιχτή γραμμή με τον συνδικαλισμό του χώρου, οδηγεί από τη μία πανωλεθρία στην άλλη.

Εν αρχή, οι αρχαιολάτρες της Αριστεράς προσπάθησαν να εμποδίσουν την επένδυση στο Ελληνικό διότι δήθεν η περιοχή του παλαιού αεροδρομίου ήταν αρχαία. Απέτυχαν. Στη συνέχεια, μπήκαν μπροστάρηδες στις αντιδράσεις στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή την επιλογή να αποσπαστούν τα ευρήματα στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό για να προχωρήσουν τα έργα και να επανατοποθετηθούν στη συνέχεια. Διαψεύστηκαν ξανά. Εβαλαν στο στόχαστρο τον σπουδαίο Μανόλη Κορρέ για τις νέες διαστρώσεις της Ακρόπολης, κανιβαλίζοντας μια συζήτηση ειδικών. Ταυτόχρονα με όλα αυτά, μονίμως, στόχευαν την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Το αρχαιολογικό κίνημα (ας το πούμε έτσι, αφού όλοι οι τομείς της ζωής, της οικονομίας, της τέχνης και της επιστήμης, έγιναν πλέον υπόθεση κινημάτων) μισεί την υπουργό επειδή έθεσε τη βαθιά γνώση της στην υπηρεσία της «χούντας Μητσοτάκη».

Τον τελευταίο καιρό, μία ακόμα μεγάλη τρικυμία σε καρυδότσουφλο κινητοποιεί το αρχαιολογικό κίνημα και την εμπροσθοφυλακή του, τον ΣΥΡΙΖΑ: η δρομολόγηση του επαναπατρισμού της Συλλογής Στερν, ιδιωτικής συλλογής 161 αντικειμένων του κυκλαδικού πολιτισμού, που αγνοούνταν έως ότου ο ιδιοκτήτης της, ο προφανώς πλούσιος Λέοναρντ Στερν, επεδίωξε να την εκθέσει στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Το μουσείο, ως όφειλε, ενημέρωσε το ελληνικό κράτος – έτσι έγινε γνωστή η ύπαρξή της και η κινητοποίηση γι’ αυτή.

Τι έκανε κατόπιν η Ελλάδα; Δήλωσε ότι έχει την κυριότητα της συλλογής, βάσει του ισχύοντος νόμου του 2002. Αλλά η δήλωση αυτή έχει πρακτική ισχύ για αρχαιότητες που βρίσκονται στην κατοχή ιδιωτών εντός της επικράτειας. Εκτός, από μόνη της μια τέτοια δήλωση δεν μπορεί να διασφαλίσει την κατοχή των αρχαιοτήτων, άρα και την επιστροφή τους. Τι μπορούσε να γίνει;

Μια δικαστική αντιδικία με τον συλλέκτη είναι αμφίβολο αν θα οδηγούσε οπουδήποτε, αφού σε περιπτώσεις τέτοιων συλλογών, που συνήθως έχουν αποκτηθεί από νόμιμες δημοπρασίες, δύσκολα αποδεικνύεται η παράνομη απόκτηση των αρχαιοτήτων και η προέλευσή τους, δύσκολα δηλαδή τεκμηριώνεται αξίωση από μια χώρα για ανάκτηση αρχαιοτήτων. Μπορεί να γίνει, αλλά χρειάζεται ειδικό προσωπικό, πολύς κόπος και πολύς χρόνος, με αβέβαιο αποτέλεσμα. Γι’ αυτό το ελληνικό κράτος έπρεπε να αναζητήσει τον δρόμο της συνεννόησης, γι’ αυτό συνέπραξαν τόσοι φορείς κι ανάμεσά τους το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, γι’ αυτό ιδρύθηκε στην Αμερική Ινστιτούτο Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, προκειμένου να εκπροσωπηθούν τα ελληνικά συμφέροντα. Γι’ αυτό, τέλος, επελέγη μια διαδικασία επιστροφής όλων των αντικειμένων σε βάθος 30 χρόνων, αφού όμως προηγουμένως θα έχουν περιέλθει στην ελληνική κυριότητα και θα έχουν εκτεθεί προηγουμένως στο Μητροπολιτικό Μουσείο με παραχώρησή τους από το ελληνικό κράτος.

Ολα αυτά προϋποθέτουν κόπο, γνώση, συντονισμό, αλλά και συναίσθηση των δυνατοτήτων, πραγματισμό. Προϋποθέτουν, πρωτίστως, την αίσθηση του μεγάλου κόσμου εκεί έξω, σύγχρονη αντίληψη και ρεαλισμό. Προϋποθέτουν, δηλαδή, ικανούς πολιτικούς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που εκπροσωπεί το ρωμαλέο κίνημα, έκανε χθες ακόμα μία μπρουτάλ επίθεση κατά της Λίνας Μενδώνη, την οποία αποκαλεί «σκοτεινή υπουργό». Η πολιτική μέσω υβριστικών χαρακτηρισμών συνεχίζεται. Αλλά έτσι δεν προσπορίζεσαι πολιτικά οφέλη. Απλώς, φανατίζεις για λίγο μερικούς φανατικούς νεόκοπους αρχαιόπληκτους. Και, όπως το συνηθίζεις, κάνεις τους λάθος εχθρούς.