Η τουρκική διπλωματία και ο ίδιος ο πρόεδρος Ερντογάν είναι τόσο απρόβλεπτοι, όσο και η Τουρκία στη σύγχρονη ιστορία της. Σημασία έχει τι θεωρεί ο παρατηρητής ή η απέναντι όχθη του Αιγαίου απρόβλεπτο. Δεν είναι λίγες οι φορές που το προφανές που δεν επιθυμούμε να δούμε, το βαφτίζουμε απρόβλεπτο.
Διαβάστε επίσης: Τουρκία: Γιατί ο Ερντογάν γίνεται απρόβλεπτος;
Ο πρόεδρος της Τουρκίας μπορεί σε διάφορα θέματα να έχει αλλάξει άποψη ή προσέγγιση, από την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, μέχρι την άποψή του για τον Σίσι στην Αίγυπτο, και τα νησιά του Αιγαίου που πλέον θεωρεί και ο ίδιος «υπό ελληνική κατοχή» (όπως τον πίεζε από το 2008 η αξιωματική αντιπολίτευση). Ομως ποτέ δεν το έπραξε ξαφνικά.
Διαβάστε επίσης: Ο Μητσοτάκης απαντά στον Ερντογάν: Οποιος παραβιάζει τα σύνορα τιμωρείται
Πρώτα ετοίμασε το υπόβαθρο κι έκανε την αλλαγή πλεύσης με τις προσήκουσες διεργασίες.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το πώς λειτουργεί η τουρκική διπλωματία, αξίζει να θυμηθούμε πότε στην πρόσφατη ιστορία η Αγκυρα απαίτησε απειλώντας με πόλεμο αποχώρηση ελληνικών στρατευμάτων κι από πού; Μας το θύμισε πρόσφατα τούρκος ιστορικός που αφηγήθηκε στιχομυθία με τον Ντεμιρέλ (πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας με 7 θητείες πριν και μετά το Κυπριακό το 1974 και μετέπειτα πρόεδρος Δημοκρατίας).
Ο Ντεμιρέλ εξομολογήθηκε στον ιστορικό, πως όταν το 1965 έφτασαν στην Κύπρο 15.000 έλληνες στρατιώτες (σύμφωνα με τα ελληνικά αρχεία, μια μεραρχία, 8.500 φαντάροι), εξέτασε το ενδεχόμενο απόβασης. Για να πάρει από τους στρατηγούς του την απάντηση ότι ήταν αδύνατο. Γιατί το τουρκικό ναυτικό τότε διέθετε μόλις 2 αποβατικά και ελάχιστα ελικόπτερα. Σύμφωνα με αυτά που είπε στον ιστορικό μεταγενέστερα, τη δεκαετία του ’90 ο Ντεμιρέλ, εκείνη την ημέρα αποφάσισε να κερδίσει χρόνο για να αγοράσει αποβατικά και να ενισχύσει ταυτόχρονα την αεροπορία που διέθετε μόλις 150 αλεξίπτωτα.
Τι έκανε λοιπόν; Εδωσε τελεσίγραφο πως αν δεν φύγουν άμεσα τα ελληνικά στρατεύματα, θα κηρύξει πόλεμο. Υστερα από διαπραγματεύσεις οι έλληνες στρατιώτες αποχώρησαν το 1967 κι έμειναν εκεί λιγότεροι από χίλιους. Το σκηνικό αυτό του 1965-66, σύμφωνα με τούρκους αναλυτές ήταν παρόμοιο της σημερινής συγκυρίας. Ο τουρκικός Τύπος ωρυόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξόπλιζαν την Ελλάδα εις βάρος της Τουρκίας…
Μόλις 7 χρόνια μετά την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας, το 1974, κι αφού ο Ντεμιρέλ είχε προμηθεύσει το ναυτικό με δεκάδες αποβατικά, ο Ετσεβίτ που τον διαδέχθηκε προχώρησε στην απόβαση.
Το υπόβαθρο της «νομιμοποίησης»
Και τότε η Αγκυρα την προηγούμενη δεκαετία είχε προετοιμάσει το υπόβαθρο της «νομιμοποίησης» με το καθεστώς της εγγυήτριας χώρας.
Σήμερα η Αγκυρα ζητά από τις ΗΠΑ να εμποδίσουν τη μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού και υλικού σε Λέσβο και Σάμο ενδεικτικά. Μάλιστα την ώρα που ουσιαστικά πρόκειται για αντικατάσταση των ερπιστριοφόρων ΒΜΡ1 που βρίσκονταν εδώ και χρόνια εκεί, με αμερικανικά τεθωρακισμένα οχήματα Μ117 (πολύ πιο ελαφρού τύπου οχήματα). Δεν πρόκειται δηλαδή για καμία αύξηση εξοπλισμού στα νησιά.
Η Αγκυρα φυσικά γνώριζε την παρουσία των ΒΜΡ1 εκεί και η Ελλάδα δεν φαίνεται να έκανε την αντικατάσταση εν κρυπτώ. Το ερώτημα που τίθεται τώρα σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες δηλώσεις Ερντογάν, Ακάρ, Τσαβούσογλου και άλλων αξιωματούχων που κατηγορούν Ελλάδα και ΗΠΑ ότι εξοπλίζουν τώρα τα νησιά με αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς, και πως αυτό συνιστά απειλή και εχθρική προς την Τουρκία δράση απαντάται αυτόματα.
Διεθνοποίηση
Η Αγκυρα είδε πως η στρατηγική της Αθήνας με διεθνοποίηση των ελληνοτουρκικών, απέδωσε. Η διεθνοποίηση λειτούργησε αφήνοντας μετέωρη τη νομιμοποίηση της γαλάζιας πατρίδας που θεωρούσαν στην Αγκυρα δεδομένη με το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Παράλληλα στα μάτια των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ, ακόμη και της Γερμανίας, η Τουρκία κατέστη επιθετική και επεκτατική γείτονας.
Ετσι εδώ κι αρκετούς μήνες ξεκίνησε η αντεπίθεση. Χτίζοντας ένα νέο αφήγημα του βαλλόμενου από έναν κακό, παραβατικό κι επιθετικό γείτονα. Και μετά από το «Μητσοτάκης γιοκ», το «μια βραδιά θα έρθουμε απρόσμενα», ο Χουλουσί Ακάρ δήλωσε πως ανεξάρτητα από το πού, η Αγκυρα επιθυμεί συνάντηση με τον κακό γείτονα, για επίλυση των θεμάτων στο Αιγαίο ειρηνικά με διάλογο.
Η Τουρκία με μοχλό το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς συγκεκριμένων νησιών και ό,τι άλλο διαθέσιμο θεωρεί, από τα μειονοτικά, ως την Ανατολική Μεσόγειο και το Κυπριακό, επιδιώκει να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στη Δύση.
Επέκταση χωρικών υδάτων
Και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την αγορά των S400, και πολύ περισσότερο τη σύγκρουση συμφερόντων στη Συρία με αφορμή το Κουρδικό. Ομως πιο μεγάλο προβληματισμό στους διαδρόμους του υπουργείου Εξωτερικών της γειτονικής Τουρκίας αποτελεί η πιθανότητα αξιοποίησης της συγκυρίας από την Αθήνα, για επέκταση των χωρικών υδάτων και στο Αιγαίο, μετά τη συμφωνία με την Ιταλία.
Δεν είναι λίγοι οι τούρκοι αναλυτές που εκφράζουν τον κίνδυνο, θεωρώντας ότι το εξοπλιστικό πρόγραμμα και η ενίσχυση της άμυνας των νησιών με τη στήριξη των ΗΠΑ και της Γαλλίας, είναι προετοιμασία για μια τέτοια εξέλιξη.
Το δίκοπο μαχαίρι
«Εξέλιξη που θα άφηνε την Αγκυρα στο μεγάλο δίλημμα να πρέπει να κάνει πράξη το casus belli που ψήφισε η Εθνοσυνέλευση το 1995. Απόφαση δίκοπο μαχαίρι», όπως σημείωσε προχθές αναλυτής σε μεγάλο τουρκικό κανάλι.
Οπως επεσήμανε ο ίδιος σε τέτοια περίπτωση, αν η Αγκυρα δεν υλοποιήσει την απειλή θα απωλέσει κάθε κύρος και αξιοπιστία, ενώ αν την υλοποιήσει θα αποδείξει τις ελληνικές θέσεις που ήδη στον δυτικό κόσμο έχουν καθιερώσει την εικόνα μιας επιθετικής, επεκτατικής Τουρκίας. Με αυτή τη λογική ένα ατύχημα όπου η Ελλάδα θα βρισκόταν να φαίνεται στη θέση του επιτιθέμενου θα είναι το μόνο βολικό σενάριο για την Αγκυρα.
Οσο για τις αιτιάσεις ότι όλη η φασαρία γίνεται για την εκλογική επιτυχία του Ερντογάν, η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, και οι ελάχιστες μονάδες που έχει προσθέσει στη δημοτικότητά του αυτό το αφήγημα, δεν αποδεικνύουν τη θεωρία.
Οπως και να έχουν τα πράγματα πλέον ακόμη και μόνο, η ρητορική διαξιφισμών, είναι άκρως τοξική όχι μόνο για τα εσωτερικά ακροατήρια, αλλά και για το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό σε συνδυασμό με κάποια ψήγματα που διαφαίνονται παρά το άκρως αρνητικό κλίμα δεν θα αποτελούσε έκπληξη μια συνάντηση ηγετών στην Πράγα. Το καλάθι όμως που πρέπει να κρατάμε θα είναι πολύ μικρό.