Ο ελβετός αρχιμουσικός Μισέλ Κορμπόζ, που έφυγε πέρυσι από τη ζωή, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές του μπαρόκ, ιδίως του θρησκευτικού και, ασφαλώς, της φωνητικής εκδοχής του. Ο ίδιος ήταν βαρύτονος, μελετητής της θρησκευτικής μουσικής και το «μότο» του ήταν «αυτό που θέλω είναι μια ορχήστρα που να τραγουδά». Οταν ξεκίνησε να ανέρχεται στο προσκήνιο, ήταν ουσιαστικά μέσα από την ιδιότητα του διευθυντή ενός νέου σπουδαίου φωνητικού συνόλου της εποχής που ερχόταν να «αναμετρηθεί» με ισχυρές δυνάμεις που ήδη είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν θέσεις στο διεθνές στερέωμα. Η Ελβετία μπορεί να βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης, μπορεί επίσης να έχει μια πολύ μεγάλη παράδοση που έχει χτιστεί σε διάφορους πυλώνες και, εν προκειμένω, όσον αφορά δηλαδή την μπαρόκ μουσική στη Σκόλα Καντόρουμ της Βασιλείας, όμως όλα αυτά είναι συγκριτικά μάλλον αδύναμα σε σχέση με τον περιβάλλοντα ανταγωνισμό απ’ όλες τις χώρες με τις οποίες συνορεύει: η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, αλλά και το Βέλγιο και η Ολλανδία, είχαν, όταν ξεκινούσε ο Κορμπόζ, ήδη τους δικούς τους καλά εξοπλισμένους «στρατούς» της νέας μεταπολεμικής προσέγγισης που αναδυόταν σε πολλές εκδοχές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Οπότε, το εγχείρημά του ήταν αρκετά φιλόδοξο και φάνταζε ίσως σε έναν βαθμό εξωπραγματική η πιθανότητα να ξεφύγει από τα τοπικά του όρια.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ