Τις τελευταίες δέκα μέρες ήμουν στην Ελλάδα. Με την ευκαιρία ενός συνεδρίου σχετικά με την παραπληροφόρηση μπόρεσα να επικοινωνήσω βασικά στην Αθήνα αλλά και σε άλλα διάφορα μικρότερα κέντρα με έλληνες πολίτες και να βολιδοσκοπήσω τις απόψεις τους.
Στην Τουρκία, η κρίση ξεκινά με τα μέσα που πρόσκεινται στην πολιτική εξουσία, ενώ η αντιπολίτευση όχι μόνο δεν εναντιώνεται σε αυτήν τη θέση αλλά και σιγοντάρει χειροκροτώντας και παροτρύνοντας με το «Αϊντε! Να εισβάλεις επιτέλους!». Στην Ελλάδα, πώς βιώνεται αυτή η κρίση στον δρόμο και στην επικοινωνία με τον απλό πολίτη; Υπάρχει πράγματι έξαρση εθνικισμού στην πολιτική εξουσία, στους πολιτικούς και μεταξύ των ελλήνων πολιτών, όπως υποστηρίζουν στην Τουρκία οι δεξιοί και αριστεροί «αναλυτές»;
Μετά το συνέδριο το ταξίδι μου εξελίχθηκε σε ολιγοήμερες διακοπές. Οπου πήγα, παρουσιάστηκα ως «Τούρκος από την Ιστανμπούλ». Προσπάθησα να συνομιλήσω με πολύ κόσμο. Ηθελα να δω τις αντιδράσεις τους, την ψυχολογία των αστών και των επαρχιωτών αυτές τις μέρες που ο πολεμικός παροξυσμός είναι κυρίαρχος.
Παρά τους πολεμικούς ανέμους που πνέουν από ανατολάς, είναι ψύχραιμοι. Οι ερωτήσεις επικεντρώνονται στο πώς αυτή η κρίση έφτασε σε σημείο τού «μπορεί να έρθουμε μεμιάς μια νύχτα». Βεβαίως και ανησυχούν. Ο λόγος είναι ότι υπάρχουν ριζωμένα στη μνήμη του λαού τα βάσανα του παρελθόντος. Αυτή η μικρή χώρα που πληθυσμιακά δεν μπορεί να συγκριθεί με την Τουρκία βίωσε εξωτερικούς εχθρούς και εμφυλίους.
Αλλά η μεγαλύτερη ανησυχία και λύπη – περιέργως το άκουσα αυτό από πολλούς – αφορούσε τους ανθρώπους στην Τουρκία. Ενα βράδυ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι το εξέφρασε αυτό με έναν εντυπωσιακό τρόπο: «Μια ηγεσία που έχει χάσει τη λογική της τώρα θέλει να επεκτείνει την οδύνη και σε άλλες περιοχές. Τι θέλει αυτός ο άνθρωπος; Δεν υπάρχει κάποιος να του πει φτάνει πια;».
Με εξέπληξε η διαύγεια και η λογική ορισμένων. Ενα βράδυ, ο εβδομηντάχρονος Μιχάλης, αφού μου πρόσφερε καφέ μπροστά στο σπίτι του όπου ήταν δεμένα τα ψαροκάικα, αφού γέλασε αρκετά με την ερώτησή μου «ποια είναι τα 18 νησιά που είναι υπό κατοχή της Ελλάδας;», σοβαρεύτηκε και είπε: «Πάντως ορισμένα θέματα πρέπει να λυθούν. Δεν μου φαίνεται ότι είναι λογικό που οι δικοί μας επιμένουν για την περιοχή μεταξύ του Καστελλόριζου και Ρόδου. Πρέπει να μιλήσουμε και να βρούμε μια λογική λύση σε αυτό το θέμα».
Κάποιος πρώην αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, εύθυμος, καλαμπουρτζής, αλλά και γνώστης πολλών τεχνικών θεμάτων λόγω του επαγγέλματός του, πίστευε ότι η κρίση θα διευθετηθεί κάποια στιγμή από τις ΗΠΑ και με τρόπο που θα εξασθενήσει πολιτικά τον Ερντογάν. Του είπα ότι η αντιπολίτευση στην Τουρκία λέει ότι 18 νησιά είναι υπό κατοχή και ότι ο συνέταιρος του Ερντογάν λέει ακατάπαυστα ότι η Ελλάδα προκαλεί την Τουρκία. «Εμείς; Αυτή η μικρή χώρα; Προκαλούμε; Ας πούμε ότι εισβάλαμε στην Τουρκία. Και μετά; Ας μας πούνε τι θα γίνει μετά». Υστερα σοβαρεύεται και προσθέτει: «Πιστεύω ότι ο δικός μας εναέριος χώρος και τα χωρικά ύδατα έχουν μια προβληματική διαφορά. Αυτό το θέμα πρέπει οπωσδήποτε να λυθεί με διαπραγματεύσεις».
Με άλλα λόγια, παρά τις τόσες πολεμικές κραυγές, δεν υπάρχει στην Ελλάδα μια κατάσταση που θα δικαιολογούσε τον χαρακτηρισμό του «ακραίου εθνικισμού». Υπάρχει και κάτι που είναι νέο. Στις παλιές κρίσεις άκουγα συχνά στην Ελλάδα να λένε ότι «οι δύο λαοί είναι αδέλφια, τα προβλήματα τα δημιουργούν οι πολιτικοί». Τώρα υπάρχει η έννοια «ενός τρελού που χειραγωγεί τον λαό του, και από την άλλη μια χώρα που με συστηματικές διαδικασίες προσπαθεί να προφυλάξει τη δημοκρατία της από μια κρίση».
Επί δέκα μέρες, καθώς μιλούσα με απλούς ανθρώπους, έβλεπα ότι η λέξη «ειρήνη» στην Τουρκία έχει μετατραπεί σε ένα ταμπού όταν σχετίζεται, εκτός της Συρίας, τώρα και στην περίπτωση της Ελλάδας. Ναι, στην Τουρκία η λέξη «ειρήνη» είναι ταμπού. Ή ένα θύμα της αυτολογοκρισίας λόγω του φόβου.
Η δε ερώτηση που έθεταν οι Ελληνες ήταν η ίδια: ρωτούσαν εάν στην Τουρκία υπάρχει μια αντιπολίτευση που θα νικούσε στις εκλογές τον Ερντογάν και θα εξασφάλιζε μια ομαλότητα με βάση την ειρήνη. Οταν εγώ επεξηγούσα ότι η αντιπολίτευση υποστηρίζει αυτήν την επιθετική ρητορική και συντάσσεται με την πολιτική που αγνοεί τη διπλωματία δεν θύμωναν αλλά μόνο εξέφραζαν λύπη. Το έβλεπα αυτό στο πρόσωπό τους.
Το συνέδριο στην Αθήνα πραγματευόταν την παραπληροφόρηση σε καιρό πολέμου. Πήραν μέρος δημοσιογράφοι από την Ανατολική Ευρώπη, την Ουκρανία και την Ελλάδα. Εγώ εξήγησα πώς η Τουρκία δρομολόγησε με την πολιτική και τον Τύπο της τον πόλεμο κατά της δημοσιογραφίας, πώς κατάστρεψε την πολυφωνία, πώς μετέτρεψε σε ένα ταμπού τη λέξη ειρήνη, πώς ειδικά οι αριστεροί συνάδελφοί μου εδώ και καιρό με την εδραίωση της κρίσης αφαίρεσαν κάθε έννοια από τον όρο «δημοσιογραφία ειρήνης» και πώς τους βόλεψε να κατασκευάσουν τη ρητορεία των «εξωτερικών εχθρών» για να μην αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Επίσης στην ομιλία μου σημείωσα ότι με ανησυχεί το γεγονός ότι η τουρκική κοσμική ελίτ που τόσο της αρέσει να επισκέπτεται τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, που θαυμάζει την αισθητική, την απλότητα, την ηρεμία και τον πολιτισμό των γειτόνων της, τώρα που βιώνει τη «συλλογική τρέλα» απλώς σιωπά.
Το ξέρω. Τώρα θα προκύψει ένα κύμα κατασυκοφάντησής μου: θα ακουστούν όροι όπως «πράκτορας των Ελλήνων». Το κίνητρο του δημοσιογράφου είναι η περιέργεια και η αλήθεια. Είναι και να ρωτήσει «και η άλλη πλευρά;». Και να μην ξεχνάμε: ο εθνικισμός νομιμοποιείται όταν μετατρέπουμε τον αντίπαλο σε εχθρό.
* O Γιαβούζ Μπαϊντάρ είναι διευθυντής του ανεξάρτητου ειδησεογραφικού ιστότοπου Ahval, όπου και δημοσιεύτηκε αυτό το κείμενο. Τη μετάφραση από τα τουρκικά είχε την καλοσύνη να κάνει για «TA NEA» ο Ηρακλής Μήλλας.