Με τον νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019) καταργήθηκε, ως γνωστόν, ο θεσμός της στέρησης των εκλογικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενης ποινής λόγω ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα (άρθρο 59 ΠΚ). Οι συντάκτες του νέου Ποινικού Κώδικα φαίνεται να θεωρούσαν ότι ο θεσμός αυτός – και ίσως η ίδια η έννοια της στέρησης των εκλογικών δικαιωμάτων – αποτελούσε ένα παρωχημένο κατάλοιπο άλλων εποχών. Ωστόσο, η δυνατότητα στέρησης του ενεργητικού και κατ’ επέκταση και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος, ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 51 παρ. 3 Συντ.) και δεν εξαρτάται κατ’ ανάγκην από την ύπαρξη ή όχι αντίστοιχης παρεπόμενης ποινής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο εκλογικός νομοθέτης μπορεί να προσδιορίσει ope legis («διά νόμου») τις περιπτώσεις στέρησης, χωρίς να δεσμεύεται μάλιστα από την αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, αλλά μόνο από την αρχή της αναλογικότητας των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Προσωρινά όμως υπήρξε ένα νομοθετικό κενό, το οποίο έγινε αμέσως αισθητό μετά την καταδικαστική απόφαση σε βάρος των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής για διεύθυνση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ), αφού όπως έκρινε το Δικαστήριο η Χρυσή Αυγή ήταν μια εγκληματική οργάνωση υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος. Το κενό αυτό καλύφθηκε με τον ν. 4804/2021 στον οποίο προβλέφθηκε ότι στερούνται του δικαιώματος του εκλέγειν όσοι καταδικάζονται αμετάκλητα σε ισόβια κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα. Οπως επεσήμανε ο Κώστας Μποτόπουλος (SYNTAGMAWATCH, 2.6.2021), τα αδικήματα αυτά είναι πολλά – πάρα πολλά – και εδώ τίθεται ίσως ένα ζήτημα αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση, η αυτοδίκαιη στέρηση προϋποθέτει αμετάκλητη δικαστική απόφαση και τέτοια δεν θα υπάρξει για τα καταδικασθέντα στελέχη της Χρυσής Αυγής μέχρι τις προσεχείς εκλογές. Το καινούργιο στοιχείο στο εκλογικό μας δίκαιο είναι η εκλογική απαγόρευση – δηλαδή η μη ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών τους από τον Αρειο Πάγο – των κομμάτων των οποίων ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος έχουν καταδικασθεί, έστω και πρωτοδίκως, για εγκλήματα που συνεπάγονται στέρηση εκλογικών δικαιωμάτων (άρθρο 93 του ν. 4804/2021). Κατά τη γνώμη μου, η εκλογική απαγόρευση θα μπορούσε να επεκταθεί και στα κόμματα που έχουν εντάξει στους εκλογικούς τους συνδυασμούς ή στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας υποψήφιους βουλευτές που έχουν καταδικασθεί, έστω και πρωτοδίκως, για ορισμένα εγκλήματα, όπως η διεύθυνση ή η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ), η τρομοκρατία (άρθρο 187Α ΠΚ) και η εσχάτη προδοσία (άρθρο 134 ΠΚ). Ο Γιώργος Σωτηρέλης είχε υποδείξει τη δυνατότητα αυτή ήδη από το 2013 (Αναζητώντας τις άμυνες της Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, σε: constitutionalism.gr) και ομοίως πρόσφατα ο Ν. Αλιβιζάτος («ΤΑ ΝΕΑ», 1-2.10.2022). Η εκλογική απαγόρευση κομμάτων, δηλαδή η «μη εκλογιμότητά» τους, στην περίπτωση του άρθρου 93 του ν. 4804/2021 αλλά και όταν περιλαμβάνουν στους συνδυασμούς τους πρόσωπα που έχουν καταδικασθεί για πράξεις που εμπίπτουν στα άρθρα 187, 187Α και 134 ΠΚ, αποτελεί μια προληπτική εγγύηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, πιο ήπια από τη δικαστική ή νομοθετική διάλυσή τους, που προβλέπεται σε άλλες χώρες (π.χ. Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία), αλλά όχι στην Ελλάδα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ