Πειραιώτισσα δεν είμαι. Ο Πειραιάς ωστόσο αποτελούσε, παιδιόθεν, έναν μεγάλο «σταθμό» της προσωπικής μου μυθολογίας. Πρώτα απ’ όλα ήταν – και παραμένει πάντα – ο προθάλαμος της μεγάλης επιστροφής. «Επιστροφής» στις κυκλαδίτικες πατρίδες, όταν κάθε Ιούνιο σαλπάραμε για τα νησιά και επιστροφής στη βάση μου όταν, Σεπτέμβριο πια, και έχοντας βαρεθεί το καλοκαίρι, γυρίζαμε στην Αθήνα. Στην πρώτη διαδρομή, με το που στρίβαμε από τη Συγγρού και άρχιζε (εκείνη την εποχή) να φαίνεται η θάλασσα του Νέου Φαλήρου, ήταν σαν να μου ερχόταν, μαζί με την αύρα της, οι μυρωδιές του σπιτιού της γιαγιάς μου στη Σύρο. Στη δεύτερη, με το που άρχιζε να διαγράφεται στον ορίζοντα το λιμάνι (ή, αν ήταν νύχτα, τα φώτα του) γέμιζε το κεφάλι μου με «μυρωδιές» από μολύβια και φωσφοριζέ γομολάστιχες. Ε, ήρθε μετά και το «Περαία μου, Περαία μου με τον Σαρωνικό σου, που έχεις για καμάρι σου τον Ολυμπιακό σου» κι έδεσε η σχέση.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ