«Πονοκέφαλο» προκαλεί στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε ως αντισυνταγματικές τις περικοπές στους μισθούς των πανεπιστημιακών. Η απόφαση αφορά περίπου 9.000 άτομα, με τις μειώσεις στις απολαβές τους να κυμαίνονται από 400 έως 700 ευρώ μηνιαίως. Το ποσό που συγκεντρώνεται, ωστόσο, μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε… χιονοστιβάδα, καθώς η ομοσπονδία των καθηγητών ΑΕΙ (που κατέθεσε τις αρχικές προσφυγές στο ΣτΕ) θα κλιμακώσει τις νομικές διεκδικήσεις, με νέο αίτημα για αναδρομική επιστροφή.
Από το 2012
Το θέμα έχει προϊστορία και αφορά την πρώτη περικοπή μισθών που υπέστησαν οι πανεπιστημιακοί το 2012. Μέσω της ομοσπονδίας τους (ΠΟΣΔΕΠ) προσέφυγαν τότε άμεσα στο ΣτΕ καταγγέλλοντας ως αντισυνταγματική την περικοπή των μισθών τους, με τους δικαστές του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου να τους δικαιώνουν τρία χρόνια αργότερα, το 2015. Το 2017 εν τούτοις καταρτίστηκε το νέο ειδικό μισθολόγιο του κλάδου, το οποίο όμως, όπως ανέφερε η ΠΟΣΔΕΠ σε επόμενες προσφυγές της, δεν κάλυψε τη διαφορά της μείωσης στα ποσά που λάμβαναν οι πανεπιστημιακοί ως το 2012. Κατ’ επέκταση, ακολούθησαν νέες προσφυγές στο ΣτΕ, αυτή τη φορά κατά του ειδικού μισθολογίου του κλάδου.
«Η πολιτεία οφείλει να αποκαταστήσει τις αποδοχές των καθηγητών Πανεπιστημίου» αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΠΟΣΔΕΠ, συμπληρώνοντας πως η ομοσπονδία «θα πράξει οτιδήποτε δύναται για την εφαρμογή αυτής της απόφασης». Οι συνδικαλιστές του κλάδου μιλώντας στα «ΝΕΑ» τονίζουν ακόμα ότι θα συνεχίσουν «με κάθε νόμιμο και πρόσφορο τρόπο να διεκδικούν και να υπερασπίζονται τα δικαιώματα των καθηγητών και να επιδιώκουν τη συνεχή αναβάθμιση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου». Από την πλευρά του, το υπουργείο Παιδείας δεν σχολίασε το θέμα.
Οι περικοπές
Το ΣτΕ έκρινε ότι οι αποφάσεις «με τις οποίες θεσπίστηκε το νέο μισθολόγιο των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ (βασικός μισθός και επιδόματα) αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας».
Η ολομέλεια του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου καταλογίζει στον νόμο 4472/2017 ότι συνένωσε τα ειδικά μισθολόγια, παρότι καθένα αφορούσε «διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και τυπικά ή ουσιαστικά προσόντα, και τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος», χωρίς καν να σταθμίσει το δημόσιο συμφέρον και την προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από το Σύνταγμα.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν, μάλιστα, ότι «θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των αποδοχών των μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ σε συνδυασμό με την εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών, αλλά και του γενικού κόστους διαβίωσης (…), η ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος, οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του νέου μισθολογίου στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, αλλά και στη λειτουργία των ιδίων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, εν όψει της ανάγκης προσέλκυσης ατόμων που διαθέτουν αυξημένα προσόντα (…), δεδομένου ότι ο νομοθέτης, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος, προβαίνει μεν σε πλήρη αντικατάσταση του υφισταμένου συστήματος με τη θέσπιση ενός νέου μισθολογίου, επαναφέροντας όμως τις αποδοχές των μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ σε επίπεδο ανάλογο των αποδοχών που είχαν μειωθεί με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012, εφόσον ως βάση υπολογισμού αυτών αλλά και της προσωπικής διαφοράς λαμβάνονται οι αποδοχές που ελάμβαναν στις 31.12.2016».