Χειμώνας 1989. Βλέπω (ξανά και για πολλοστή φορά) το «Stalker». Φοράω μακρύ μαύρο παλτό. Περπατάω κάμποση ώρα, φτάνω στο Au Revoir, κάθομαι στην μπάρα, μιλάω με τον κύριο Λύσανδρο. Δίπλα μου κάθεται ένας βέρος κυψελιώτης ευπατρίδης, εβδομηντάρης, ντυμένος στην πένα. Πίνει το ουίσκι των παλαιών: ποτήρι σωλήνας, τίγκα στα παγάκια, και από πάνω, ίσαμε το χείλος, νερό. Συζητάμε. Μου λέει ότι κάποτε του είπαν ότι πρέπει να κάνει εγχείρηση στο Λονδίνο, αλλιώς κινδυνεύει να πάει από καρδιά. Πηγαίνει στο Λονδίνο, κάνει τα απαραίτητα χαρτιά, την επομένη θα μπει στο νοσοκομείο για την εγχείρηση. Λέει, ας πιω ένα τελευταίο, και χώνεται σε μιαν ακραιφνώς λονδρέζικη pub. Δύο εικοσιτετράωρα μετά, βρίσκεται πάλι στην Αθήνα, στην Κυψέλη, και συνειδητοποιεί, από τη βαλίτσα και τα πράγματά του, ότι είχε πάει στο Λονδίνο. Θυμάται ότι μέθυσε (ως συνήθως), αλλά δεν θυμάται για ποιον λόγο είχε πάει στο Λονδίνο. Για κάποια γυναίκα; Για δουλειά; Αδύνατον να θυμηθεί.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ