Απειθαρχία, απόλυτη αδιαφορία, έλλειψη στόχων, κοινωνικός αποκλεισμός λόγω ψηφιακής εκπαίδευσης… Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τα αποκαλούμενα «ghost children» (παιδιά φαντάσματα), μια γενιά παιδιών που δεν έχει «γυρίσει» στα σχολεία μετά την τριετή κρίση της πανδημίας. Πρόκειται, δηλαδή, για παιδιά που πλέον αδυνατούν να συμμετάσχουν κανονικά στη δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία ή για άλλα που κυριολεκτικά δεν επέστρεψαν ποτέ στις αίθουσες.
Το θέμα αποτελεί διεθνές φαινόμενο και προβληματίζει τα εκπαιδευτικά συστήματα παγκοσμίως, με τις αναλύσεις να διαδέχονται τις εκκλήσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων. Στην Ελλάδα, το φαινόμενο των παιδιών που δεν επέστρεψαν καν ως φυσική παρουσία στο σχολείο είναι περιορισμένο. Ωστόσο, εκείνο των νέων που δείχνουν δυσκολία προσαρμογής στους κανόνες του σχολείου είναι ήδη αρκετά διαδεδομένο.
«Η χρονιά έχει ξεκινήσει δύσκολα», λέει ο περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης κεντρικής περιοχής της χώρας, ο οποίος διαχειρίζεται καθημερινά 90.000 μαθητές και 5.000 εκπαιδευτικούς. Τι ακριβώς εννοεί; «Ενα πειθαρχικό παράπτωμα μαθητή ή μαθήτριας ξεσπάει σχεδόν κάθε μέρα, οι νέοι δυσκολεύτηκαν πέρυσι πολύ να περάσουν τις εξετάσεις και φέτος να ανταποκριθούν, υπάρχει απροθυμία, βλέπω μια μεγάλη διαφοροποίηση σε σχέση με άλλες χρονιές». «Μα, δεν ήταν η περυσινή χρονιά με μαθήματα στις τάξεις», είναι η πρώτη αυτονόητη ερώτηση. Η απάντηση είναι ακαριαία: «Η περυσινή χρονιά δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε… κανονική. Υπήρχε ακόμη έντονη η σκιά της πανδημίας. Πιο πολύ ασχολούμασταν με τα μέτρα παρά με τις εκπαιδευτικές ανάγκες των νέων».
Είναι αδιάφορα
Φέτος, λοιπόν, το σύστημα τοποθετείται ξανά στις βάσεις του. Το φαινόμενο των «ghost children» το περιγράφει στα «ΝΕΑ» εκπαιδευτικός μεγάλου σχολείου της πρωτεύουσας: «Στο εξωτερικό ονομάζουν έτσι τα παιδιά που δεν γύρισαν ποτέ ως φυσική παρουσία στα σχολεία τους μετά την πανδημία, και οι αριθμοί αυτών είναι πραγματικά μεγάλοι. Στην Ελλάδα έχουμε τη δική μας εκδοχή της “απουσίας”. Πρόκειται για παιδιά που βρίσκονται στις τάξεις τους, αλλά που ταυτόχρονα δεν είναι “παρών”. Είναι αδιάφορα, δεν συμμετέχουν καθόλου, οι εκπαιδευτικές τους επιδόσεις είναι χαμηλές. Και δεν μιλάμε για ένα ή δύο παιδιά. Μιλάμε για μεγάλο αριθμό».
«Ο ψυχολόγος φέτος, περισσότερο από ποτέ, είναι απαραίτητος κάθε μέρα, πιστεύω σε όλα τα σχολεία», σημειώνει από την πλευρά της η Βικτωρία Ευθυμίου, ψυχολόγος στο συγκρότημα των 1ου, 2ου και 3ου ΕΠΑΛ Αμαρουσίου και προσθέτει: «Τα παιδιά σιγά-σιγά τώρα προσαρμόζονται και πρέπει να τα βοηθήσουμε όλοι σε αυτό, το σχολείο, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί». Υπενθυμίζεται ότι φέτος το υπουργείο Παιδείας τοποθέτησε μια μεγάλη «φουρνιά» ψυχολόγων στα σχολεία της χώρας, απόφαση που αναμένεται να λειτουργήσει θετικά στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Η Mary Kalatzis, καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Πολιτικής, πρώην κοσμήτορας της Σχολής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Ιλινόι των ΗΠΑ και συγγραφέας, θυμίζει ότι ο τρόπος διδασκαλίας πρέπει να αλλάξει. «Οι μεγαλύτερες αλλαγές που συμβαίνουν στην εκπαίδευση σήμερα αφορούν τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στη μάθηση», λέει στα «ΝΕΑ» και συνεχίζει: «Οι πραγματικά ενδιαφέρουσες νέες δυνατότητες βρίσκονται στους τομείς της συνεργατικής μάθησης και των νέων ειδών αξιολόγησης των μαθητών. Για να πάρουμε αυτά τα δύο παραδείγματα, φανταστείτε ένα περιβάλλον που μοιάζει με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου οι μαθητές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και φανταστείτε και ένα περιβάλλον μάθησης όπου ο υπολογιστής παρακολουθεί την πρόοδο κάθε μαθητή και προσφέρει συνεχώς χρήσιμα σχόλια. Αυτό προωθεί ένα διαφορετικό είδος μάθησης από το παραδοσιακό μοντέλο “μετάδοσης περιεχομένου”. Πέρα από την απομνημόνευση, οι στόχοι της εκπαίδευσης γίνονται υψηλότερου επιπέδου, περιλαμβάνουν την έμπνευση, τη δημιουργική κριτική και τη συνδυαστική σκέψη».
Tα εκπαιδευτικά προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία, όμως, σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξαν ανυπέρβλητα. Στη Βρετανία, συγκλονιστικά στοιχεία που δόθηκαν την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα δείχνουν ότι περισσότερα από 100.000 παιδιά δεν επέστρεψαν ποτέ στο σχολείο από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Κι αυτό λόγω των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων που δημιούργησε η απουσία τους από το σχολείο και η αναγκαστική ψηφιακή εκπαίδευση στην οποία πολλοί νέοι και νέες δεν είχαν πρόσβαση.