Ταράτσες με ραγισμένες μαλτεζόπλακες

ρουφώντας τη βροχή πλυσταριά χαμηλοτάβανα

γούρνες με παλιές καπελιέρες και στοίβες περιοδικά

μπρούντζινες βρύσες λιωμένο σαπούνι της μπουγάδας

σκάλες ξύλινες πλυμένες με ποτάσα και σκάλες

σιδερένιες εξωτερικές σαν όρθια κοχύλια γυμνωμένα.

Κι όπως τις ανεβαίναν τρέχοντας

η Θέκλα η Θεοδώρα η Θεώνη

σε κάθε σκαλί φανέρωναν μια γωνιά της σάρκας τους.

Η Θέκλα η Θεοδώρα η Θεώνη

με τα κινούμενα θήτα της ιδρωμένης τους μασχάλης

τ’ ανάποδα δέλτα κάτω από τη φούστα

και τα κυματιστά ωμέγα

στεφανωμένα με τον φιόγκο της ποδιάς.

Με ένα σχετικά πρόσφατο ποίημα του Τίτου Πατρίκιου κλείνει η μικρή αναφορά στους τρεις ποιητές που συζητήθηκαν για την υποψηφιότητά τους στην Ακαδημία Αθηνών, χωρίς να συγκεντρώσει κανείς τους απαραίτητους εκλέκτορες, τις απαραίτητες ψήφους. Ο Τίτος Πατρίκιος, ασφαλώς, έχει το μεγαλύτερο ποσοτικά έργο, αφού πρωτοδημοσίευσε μέσα στην Κατοχή, το 1943. Στο ποιητικό του κόρπους καταγράφεται η νεότερη ιστορία της Ελλάδας, αλλά και οι μετατοπίσεις ενός ανήσυχου ανθρώπου. Το ποίημα που δημοσιεύεται παραπάνω ανήκει στη συλλογή «Αντικριστοί καθρέφτες» (1988) και αναδημοσιεύεται από τον συγκεντρωτικό τόμο «Ποιήματα Β’ 1959-2017» (εκδ. Κίχλη).