Θα μπορούσα να πω πολλά για τούτη τη μέρα τη σημαδιακή για τον τόπο, ακόμα και για τον τρόπο που σημάδεψε την οικογένειά μου, αλλά ακόμη κάτι με κρατάει. Σαν μια φωνή από παλιά φυλαγμένη μέσα μου που ψιθυρίζει κάθε τόσο για κάτι ιερά και όσια που πρέπει να φυλάγονται σε ακριβό κουτί τυλιγμένα στα βαμβάκια της σιωπής. Λίγα έχουν λεχθεί ακόμα κι ανάμεσά μας και πάντα με τα μάτια να κοιτάνε αλλού. Για τα δύο αδέλφια της μητέρας μου, τον μεγάλο τον Νίκο, πρώτο θύμα πολέμου, και τον χαϊδεμένο τον μικρό, τον Παντελή, που χάθηκε τις τελευταίες μέρες του Γενάρη του ’41 στην Αλβανία. Ακόμα ακούω το όνομά του και το λέω σχεδόν κάθε μέρα, γιατί το δώσανε στον αδελφό μου. Παντελή τον βάφτισαν εις μνήμην. Μέχρι εκεί μπορώ. Τα άλλα, εικασίες, ψίθυροι, παλιές φωτογραφίες, ένοχες ματιές σε γιορτινά τραπέζια, ξαφνικές παύσεις στο άκουσμα κάποιων ονομάτων και μετά πάλι σ’ αυτό που λέμε περίπατο στον κακοτράχαλο δρόμο της ζωής. Αυτά εμείς. Για τον τόπο ας αφήσουμε να μιλήσει ο ποιητής. Ο Γιώργος Σεφέρης αυτές τις μέρες του ’40, προϊστάμενος στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, γράφει στο ημερολόγιό του. Ας τον ακούσουμε.

«Δευτέρα 28 Οκτώβρη 1940. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: “Εχουμε πόλεμο”. Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις έξι τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας. Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι… Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου, μπήκε ο τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή. Επειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το Υπουργικό Συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στον λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο Τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Εγραψα μαζί με τον Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες… Στη γωνία Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο. Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της Μεγάλης Βρεταννίας. Ο βασιλιάς, με ύφος νέου αξιωματικού· υπέγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε. Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:

– Είστε βέβαιος; Και των Γερμανών;

– Και των Γερμανών, είπα.

– Τι δικαιολογία να δώσουμε;

Δεν έχω καιρό για συζητήσεις:

– Πέστε τους πως είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα.

…Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της Αλα Λιτόρια».

Τελειώνω την αντιγραφή και βγαίνω στη βεράντα. Αλλος ένας εμφύλιος γιατί… Οσο κι αν με μεθάει το πράσινο άρωμα του δυόσμου, τόσο και μεγαλώνουν τ’ αγκάθια του κάκτου μας εντός μου.