Στις 3 Νοεμβρίου, ο Jean-Claude Trichet θα βρίσκεται στην Αθήνα για ένα συνέδριο στη Γαλλική Σχολή Αθηνών, όπου είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου Δωρεών. Ο πρώην διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ωστόσο και κύριος εμπνευστής του ενιαίου νομίσματος θα συμμετάσχει και στη συνάντηση της Τριμερούς Επιτροπής που διοργανώνεται φέτος από την Ελλάδα. Με αφορμή αυτά τα δύο γεγονότα μιλάει στα «ΝΕΑ»
Ποια είναι η σχέση σας με το έργο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής;
Ηταν ο φίλος μου Louis Schweitzer, πρώην πρόεδρος της Renault, που με σύστησε στη Γαλλική Σχολή της Αθήνας, στο Ταμείο Δωρεών της οποίας προεδρεύει. Το ΔΣ αποτελείται επίσης από τους Corinne Mentzelopoulos (κρασιά Chateau MArgot), Etienne Pfimlin (τραπεζίτης), τη διευθύντρια Véronique Chankowski και τον καθηγητή της ελβετικής σχολής αρχαιολογίας Pierre Ducrey. Η Γαλλική Σχολή Αθηνών έχει κάνει εξαιρετικό αρχαιολογικό έργο από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, για πάνω από 178 χρόνια. Θέλει να προωθήσει τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, την ιστορία και τις αρχαιότητες. Συμβολίζει την πολύ βαθιά πολιτιστική προσκόλληση της Γαλλίας στην Ελλάδα. Η δική μου οικογένεια είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συνεργασίας: ο πατέρας μου και ο παππούς μου ήταν και οι δύο καθηγητές Αρχαίων Ελληνικών!
Συμμετείχατε ενεργά στην υλοποίηση της ιδέας του ενιαίου νομίσματος. Ο κόσμος αντιμετωπίζει σήμερα μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση και βρίσκεται ενώπιον μεγάλης ύφεσης. Πριν από μερικά χρόνια, είπατε ότι το ευρώ ήταν ασπίδα έναντι των κρίσεων. Επιμένετε;
Η δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, του ευρώ, είναι η μεγαλύτερη διαρθρωτική μεταρρύθμιση στο διεθνές νομισματικό πεδίο, εδώ και αρκετούς αιώνες. Από τη δημιουργία του πριν από σχεδόν 24 χρόνια, έχει εξασφαλίσει σταθερότητα τιμών για 330 εκατομμύρια Ευρωπαίους και έχει αποδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Το ευρώ πέρασε την κρίση του Subprime το 2007, την πολύ μεγάλη οικονομική κρίση που προκλήθηκε από τη χρεοκοπία της Lehman Brothers το 2008, την κρίση δημόσιου χρέους από το 2010, την κρίση Covid από το 2020! Η Ελλάδα το ξέρει καλύτερα από τον καθένα: Δεν υπάρχει λαός στην ΕΕ που θα ήθελε να αποχωρήσει από τη ζώνη του ευρώ σε δύσκολες στιγμές. Μάλιστα από την έναρξη της κρίσης των «Subprime» και της πολύ μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, πέντε νέες χώρες αποφάσισαν να εισέλθουν στη ζώνη του ευρώ. Αρα, ναι, το ευρώ έχει παίξει πολύ θετικό ρόλο για την Ευρώπη και συνεχίζει σήμερα σε αυτές τις συνθήκες.
Ησασταν σύμβουλος του γάλλου προέδρου Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν στο Μέγαρο των Ηλυσίων, ειδικός για νομισματικά θέματα. Αφού δημιουργήθηκε το ενιαίο νόμισμα, ο πρόεδρος Ντ’ Εστέν εξέφρασε τη λύπη του που η ευρωζώνη άνοιξε πολύ γρήγορα στις χώρες μέλη της ΕΕ. Συμφωνείτε με αυτήν την παρατήρηση σήμερα;
Προσωπικά, δεν ένιωσα ποτέ ότι κάναμε λάθος που ανοίξαμε την Ευρωπαϊκή Ενωση στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό είναι ένα συναίσθημα που είναι πολύ συνηθισμένο στη Γαλλία.
Ο Ντ’ Εστέν ήταν πολύ προσκολλημένος σε αυτή την ιδέα, πιστεύοντας ότι η διεύρυνση εμπόδιζε την εμβάθυνση. Αλλά η πραγματική εμβάθυνση δεν είναι το άνοιγμα της ευρωζώνης;
Επρεπε δηλαδή να αποτρέψουμε τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, τις τρεις χώρες της Βαλτικής, όλες τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, να ενωθούν μαζί μας για λόγους εμβάθυνσης των παλαιών μελών;
Είναι ο χρυσός κανόνας του 3% κατάλληλος σήμερα;
Σε κάθε περίπτωση, οι χώρες πρέπει να είναι σοβαρές! Εχουμε ένα ενιαίο νόμισμα, αλλά δεν έχουμε ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ομοσπονδιακό προϋπολογισμό όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες! Πρέπει να το λάβουν υπόψη τους οι χώρες. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη του ενιαίου νομίσματος πρέπει προφανώς να σέβονται ένα ελάχιστο δημοσιονομικό πλαίσιο για να διασφαλιστεί η συνοχή ολόκληρης της περιοχής και να διατηρηθεί η σταθερότητα και η ευημερία άλλων χωρών που μοιράζονται το ίδιο νόμισμα. Η ιδέα ότι ο καθένας κάνει απολύτως ό,τι θέλει στον δημοσιονομικό τομέα είναι ασυμβίβαστη με τη σύνδεση που δημιουργεί το ευρώ. Πρέπει να συμφωνήσουμε σε ένα καλό και στέρεο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με κανόνες τους οποίους όλοι πρέπει ειλικρινά να αναλάβουν να προσπαθήσουν να σεβαστούν.