Μετά την καθαρή νίκη του, ο Βενιαμίν Νετανιάχου βρίσκεται αντιμέτωπος με την προεκλογική του δέσμευση να υπουργοποιήσει ηγετικά στελέχη της ακροδεξιάς εθνοθρησκευτικής παράταξης «Θρησκευτικός Σιωνισμός», του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος στην νέα Κνέσετ. Ο «Θρησκευτικός Σιωνισμός» σχηματίσθηκε κατόπιν συμφωνίας του αρχηγού του, Μπετσαλέλ Σμότριτς, με τον Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, ηγέτη του κόμματος «Εβραϊκή Ισχύς», η πολιτική πορεία του οποίου είναι συνυφασμένη με το κίνημα «Καχ» του ραβίνου Μεΐρ Καχάνα, μία οργάνωση που χαρακτηρίζεται στο Ισραήλ και διεθνώς ως τρομοκρατική με φυλετικό προσανατολισμό. Είναι γεγονός ότι πρόσφατα, τόσο ο Μπεν-Γκβιρ, όσο και άλλα στελέχη του κόμματός του, έλαβαν αποστάσεις από το ιδεολογικό τους παρελθόν.
Ωστόσο, η ρητορική του κόμματος, συνοδευόμενη από ακτιβιστικές πρωτοβουλίες, δεν δηλώνει ξεκάθαρα ότι πράγματι έχει απεκδυθεί των καχανιστικών του καταβολών. Από την άλλη, η ανάγκη του Νετανιάχου να φανεί συνεπής στις δεσμεύσεις του, απορρέει και από το γεγονός ότι ο ίδιος έπεισε τους Σμότριτς και Μπεν-Γκβιρ να κατέλθουν σε κοινό ψηφοδέλτιο, για να του χρησιμεύσουν ως ένα ασφαλές στήριγμα για την επιστροφή του στην πρωθυπουργία. Ο σκοπός επετεύχθη, αλλά το πρόβλημα που αντιμετωπίζει τώρα ο Νετανιάχου έγκειται στο ότι δεν είχε προβλέψει τον βαθμό της επιτυχίας του «Θρησκευτικού Σιωνισμού» – ένα κόμμα που άλλοτε πάσχιζε να ξεπεράσει το εκλογικό μέτρο, τώρα όμως με 14 έδρες κατέστη ρυθμιστής.
Οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ του Λικούντ και του «Θρησκευτικού Σιωνισμού» δεν είναι αμελητέες. Το Λικούντ δεν είναι θρησκευτικό κόμμα και εντάσσεται στον φιλελεύθερο χώρο της καθ’ ημάς κεντροδεξιάς. Από το 1977 μέχρι σήμερα αποτέλεσε τον βασικό κορμό πλείστων κυβερνήσεων συνεργασίας, συγκατοικώντας και με την Αριστερά. Ωστόσο, σε αυτές τις εκλογές, λόγω της ψυχρής «αριθμητικής των εδρών», το Λικούντ έχει εγκλωβιστεί από την θρησκευτική Ακροδεξιά και τα σεκταριστικά υπερορθόδοξα κόμματα. Από την άλλη, αν αναλογιστούμε ότι μόλις 4.000 ήταν οι ψήφοι που καθόρισαν την νίκη Νετανιάχου, η κυβέρνηση που θα σχηματίσει το Λικούντ με την Ακροδεξιά και τους Εβραίους Υπερορθόδοξους μοιραία θα βρεθεί αποξενωμένη και αντιμέτωπη με το 50% του πληθυσμού, που περιλαμβάνει το σύνολο της εκκοσμικευμένης δυτικότροπης εβραϊκής κοινωνίας και με όλη την αραβική μειονότητα. Έτσι, η ψυχρή λογική των εδρών τείνει να φαλκιδεύει την πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις επηρεάζουν καίρια την ισραηλινή εξωτερική πολιτική, εξ αιτίας του άλυτου Παλαιστινιακού. Ο «Θρησκευτικός Σιωνισμός», ζητώντας να αναλάβει το Υπουργείο Άμυνας ή/και το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης, επιδιώκει να εφαρμόσει βήματα που είναι σε θέση να κρίνουν αποφασιστικά την πορεία του Παλαιστινιακού, με κύριο αίτημα την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης. Κάτι τέτοιο θα αναιρέσει τις Συμφωνίες του Όσλο και θα εκμηδενίσει την δυναμική των ‘Συμφωνιών του Αβραάμ’, αφού οι συμβληθείσες αραβικές χώρες, δεν θα είναι σε θέση να αιτιολογήσουν την επιλογή τους να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήδη προειδοποιεί, «ελπίζοντας ότι η νέα κυβέρνηση θα σεβαστεί την κοινωνία των πολιτών και όλες τις μειονότητες». Παράλληλα, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διέρρευσαν στον ισραηλινό Τύπο τις σκέψεις τους ότι, σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης με ακραίο εθνοθρησκευτικό πρόσημο, θα διακόψουν τη συνεργασία τους με τα υπουργεία που θα ανατεθούν σε στελέχη .του «Θρησκευτικού Σιωνισμού». Αργά ή γρήγορα, μία ενδεχόμενη ισραηλινή εθνοθρησκευτική ρητορική θα προκαλέσει αμηχανία και σε φιλικές δυτικές κυβερνήσεις, που ιστορικά οφείλουν να προασπίζουν τη διατήρηση του στάτους κβο στα Χριστιανικά Προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ.
Ο Βενιαμίν Νετανιάχου διαθέτει ισχυρό αίσθημα αυτοσυντήρησης και δείχνει πως έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Ήδη έτεινε χείρα συνεργασίας στην κεντροδεξιά παράταξη του Μπένι Γκαντς – λαμβάνοντας αρνητική απάντηση, τουλάχιστον για την ώρα. Αρωγός στον απεγκλωβισμό του από τις ακραίες φωνές ενδέχεται να αποδειχθεί ο, αριστερών καταβολών, Πρόεδρος Ιτσχάκ Χέρτσογκ. Οι ευρύτατες θεσμικές του αρμοδιότητες είναι σε θέση να διευκολύνουν συναινέσεις και οι επόμενες εβδομάδες αναμένονται ενδιαφέρουσες.
Μέχρι τότε, Αθήνα και Λευκωσία καλούνται να επιδείξουν υπομονή, παρακολουθώντας τις μετεκλογικές ζυμώσεις. Μία νέα κυβέρνηση Νετανιάχου θα ανανεώσει κοινούς κώδικες επικοινωνίας, που αποδείχθηκαν αμοιβαία επωφελείς τα τελευταία δέκα χρόνια.