Η χθεσινή δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, ότι στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται πολλά παράνομα λογισμικά, αλλά όχι από την ΕΥΠ ούτε από τον ίδιο προσωπικά, αποτελεί μια προσπάθεια να απαλλάξει την κυβέρνησή του από τις ευθύνες της για τις παρακολουθήσεις πολιτικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων. Είναι πιθανό να έχει δίκιο. Θα ήταν πράγματι περίεργο από τη μια να μιλάει με τους υπουργούς του κι από την άλλη να τους παρακολουθεί. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δικαιούται να είναι αμέτοχος. Δεν μπορεί ο πρωθυπουργός μιας χώρας να παραδέχεται ότι παρακολουθούνται συνεργάτες του ή αντίπαλοί του και, επειδή δεν έχει προσωπική ανάμειξη, να περνάει στη συνέχεια σε άλλο θέμα σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Ενας πρωθυπουργός οφείλει πρώτα απ’ όλα να προλαβαίνει: να έχει λάβει δηλαδή όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να τηρείται η νομιμότητα. Οφείλει ύστερα να επεμβαίνει: μόλις υπάρχει δηλαδή μια ένδειξη, απ’ όπου κι αν προέρχεται, ότι κάτι δεν πάει καλά, να μεριμνά ώστε οι υπεύθυνοι να εντοπίζονται και να τιμωρούνται. Η υπόσχεσή του ότι θα απαγορευτεί η χρήση των παράνομων λογισμικών (μα αφού είναι παράνομα, πώς επιτρέπονταν μέχρι τώρα;) δεν είναι αρκετή. Η οργή του μπορεί να είναι δικαιολογημένη, αλλά δεν αφορά τον έλληνα πολίτη, ο οποίος θέλει πρώτα να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει με τις παρακολουθήσεις κι ύστερα ποια κυκλώματα χτυπούν τον Πρωθυπουργό.
Σε ένα άλλο σημείο της συνέντευξής του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι «οι ρόλοι του καθενός είναι απόλυτα καθορισμένοι», συμπληρώνοντας ότι οι επιχειρηματίες δεν είναι υποβολείς της κυβέρνησης. Αυτό είναι ακριβές, αλλά ισχύει για όλους. Ισχύει για την αντιπολίτευση, ισχύει για τον επιχειρηματικό κόσμο, ισχύει όμως και για τους στενούς συνεργάτες του Πρωθυπουργού. Κι όταν κάποιοι από αυτούς τους συνεργάτες υπερβαίνουν τον ρόλο τους, δεν αρκεί η απομάκρυνσή τους ούτε η σιωπηρή αποδοκιμασία τους. Απαιτείται και η δημοσιοποίηση του χαρακτήρα της υπέρβασής τους. Απαιτείται και η επιβολή κυρώσεων. Οχι φυσικά για λόγους εκδίκησης. Αλλά για λόγους δικαιοσύνης.