Κανείς πια δεν ξαφνιάζεται με τον «Κανένα». Παρότι δεν έχει όνομα, δεν εκπροσωπεί συγκεκριμένο κόμμα και δεν τον έχει ακούσει ποτέ κανείς να εκφέρει έστω μια πολιτική άποψη, όλοι εκείνοι που ασχολούνται μαζί του (ερευνητές, πολιτικοί και πολίτες) έχουν «εκπαιδευτεί» να περιμένουν τη συγκεκριμένη απάντηση στην ερώτηση «ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για πρωθυπουργό». Αρκετοί δημοσκόποι, δε, δεν «διαβάζουν» καν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον δείκτη. Κυρίως για λόγους πρακτικούς: υπάρχουν αρκετοί ψηφοφόροι που δεν ψηφίζουν ούτε ΝΔ ούτε ΣΥΡΙΖΑ, άρα στην ερώτηση της καταλληλότητας δεν έχουν ιδιαίτερη προτίμηση ούτε στον Κυριάκο Μητσοτάκη ούτε στον Αλέξη Τσίπρα. Το πρόβλημα είναι πως η αυξημένη παρουσία του «Κανενός» δεν είναι συγκυριακή και δεν αφορά μόνο τους δύο σημερινούς βασικούς διεκδικητές της διακυβέρνησης της χώρας. Ο λόγος που όλοι γνωρίζουν πια τον «Κανένα» είναι γιατί είχαν χρόνο να τον μελετήσουν και να τον καταλάβουν σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα. Η πρώτη φορά που ο «Κανένας» κατάφερε να ξεπεράσει το 20% στις δημοσκοπήσεις ήταν το 2009, όταν ο δείκτης καταλληλότητας αφορούσε τον Κώστα Καραμανλή και τον Γιώργο Παπανδρέου. Αρχισε να ενδιαφέρει ουσιαστικά τους πολιτικούς επιστήμονες δύο χρόνια αργότερα, το 2011, όταν στο δίπολο Αντώνης Σαμαράς – Γιώργος Παπανδρέου ο «Κανένας» έφτασε το 60% και παρέμεινε περίπου στα ίδια ποσοστά και μετά την αλλαγή στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, στον δρόμο για τις εκλογές του 2012. Ηταν ίσως η πιο σαφής ένδειξη ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας κρατούσε, εκείνα τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, μια οργισμένη στάση απέναντι στο πολιτικό σύστημα, το οποίο για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση έμοιαζε αποσταθεροποιημένο – απόρροια και του ευρύτερου κλίματος που είχε καλλιεργηθεί και το οποίο φάνηκε στα συνθήματα των Αγανακτισμένων, την ενίσχυση των άκρων και την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Η «εκτόνωση» που έφερε η σταδιακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, πρώτα στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έπειτα στην κυβέρνηση, φάνηκε και στο ποσοστό του «Κανενός», που δεν ξαναέφτασε σε ίδια ποσοστά ούτε μετά το περιβόητο πρώτο εξάμηνο του 2015 – με πολλούς αναλυτές να θεωρούν πως στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, που ήρθαν μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού, οι πολίτες δεν μπορούσαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να ομολογήσουν στις έρευνες πως είχαν και οι ίδιοι πιστέψει σε «αυταπάτες».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ