Αυτή δεν είναι η πρώτη, ούτε (θέλω να πιστεύω) η τελευταία φορά που θέμα μου στην ανά χείρας στήλη είναι το βιβλίο· μία από τις πολύ μεγάλες αγάπες της ζωής μου. Οι σελίδες των βιβλίων είναι η συντροφιά μου, πολύ καλές φιλενάδες, όταν τις ξεφυλλίζω ή όταν σημειώνω πάνω τους, νιώθω ότι επικοινωνούμε σχεδόν μεταφυσικά, αρκεί βεβαίως να έχω μπει στον κόσμο που ο/η συγγραφέας περιγράφει.
Αλλά ξέρω, επίσης, ότι στην πραγματικότητα οι φίλες μου οι σελίδες υποφέρουν, και αυτό εδώ είναι το θέμα μου.
Προς Θεού, να μην παρεξηγηθώ, δεν μπαίνω σε κανενός τα χωράφια, υπάρχουν συντάκτες εξειδικευμένοι που γνωρίζουν πολύ καλύτερα από μένα το ρεπορτάζ του βιβλίου. Απλώς, ως αναγνώστης βιβλίων και μόνο, έχω αποκτήσει κάποιες επαφές με εκδότες με τους οποίους υπάρχει αλληλοεκτίμηση· ανάμεσά τους ο Κωνσταντίνος Κορίδης, των εκδόσεων Ιωλκός, με τον οποίο προσφάτως, κατά τη διάρκεια ενός πρωινού καφέ, είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Οπως ήταν φυσικό, τον ρώτησα για την κατάσταση που τον τελευταίο καιρό επικρατεί στη χώρα μας σε ό,τι αφορά το βιβλίο, πεπεισμένος ότι τα πράγματα έχουν καλυτερεύσει, ιδίως από την εποχή της πανδημίας, που έτσι όπως φανταζόμουν, έστρεψε πολλούς ανθρώπους προς την ανάγνωση. Εμαθα, λοιπόν, κάποια στοιχεία που δεν ήξερα και που προκύπτουν κυρίως από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων έρευνας του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Εργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ) που αφορά την κίνηση του βιβλίου στη χώρα μας το έτος του 2020.
Κατ’ αρχάς να δούμε λίγο τον σημερινό εκδοτικό χάρτη στην Ελλάδα: οι παραδοσιακές και μακροβιότερες επιχειρήσεις του χώρου (ίδρυση προ του 1974) εκπροσωπούν το 17% των επιχειρήσεων με βιβλιοπαραγωγή τη διετία 2019-2020. Να σημειωθεί ότι η πλειονότητα αυτών των επιχειρήσεων ιδρύθηκε μετά τη δεκαετία του 1990, με κύρια συγκέντρωση στην περίοδο της οικονομικής κρίσης (έτος ίδρυσης μετά το 2008). Στην πλειονότητά τους οι επιχειρήσεις απασχολούν 1-10 άτομα προσωπικό (πλήρους, μερικής, εποχικής απασχόλησης ή εξωτερικούς συνεργάτες) και μόνο μία στις 10 πάνω από 10 άτομα. Υπάρχει και ένα ποσοστό της τάξης του 7% που δεν απασχολεί κανένα άτομο.
Μέχρι εδώ καλά.
Σε ό,τι αφορά τη βιβλιοπαραγωγή του έτους 2020 που παραμένει σε μεγάλο βαθμό συγκεντροποιημένη, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του ΟΣΔΕΛ το 10% των επιχειρήσεων παρήγαγαν το 71% της παραγωγής, δηλαδή περί τους 6.749 τίτλους. Ενδιαφέρον έχει ότι σχεδόν 9 στους 10 νέους τίτλους κυκλοφορούν σε έντυπη μορφή και ότι οι νέοι τίτλοι σε ηλεκτρονική μορφή είναι μόλις το 14% (κάτω δε του 1% οι νέοι τίτλοι σε ηχητική μορφή). Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο τα ακαδημαϊκά/επαγγελματικά βιβλία αντιπροσωπεύουν το 27% των νέων τίτλων του 2020, τα λογοτεχνικά βιβλία το 31%, το παιδικό/νεανικό βιβλίο το 20% και μετά με 13% ακολουθούν τα βιβλία γενικού ενδιαφέροντος (πρακτικά βιβλία, ψυχαγωγία, κ.λπ.) αφήνοντας στην τελευταία θέση με 9% τα εκπαιδευτικά βιβλία (σχολικά βιβλία, ELT).
Οταν μετά από όλα αυτά διαβάζουμε ότι τα έσοδα των εκδοτικών επιχειρήσεων για το έτος 2020 ανέρχονται σε 189.354.983€, εκ των οποίων το 76% είναι έσοδα μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων (144.170.621€) και 24% μικρών επιχειρήσεων (45.184.362€), λες δεν μπορεί, όλα πάνε καλά για το βιβλίο.
Μόνο που υπάρχει ένα «catch», μια μικρή αλλά σημαντική παράμετρος που λίγοι προσέχουν ή το προσέχουν αλλά προτιμούν να παραμένουν στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «είναι»: το 40% αυτών των εσόδων αφορά ακαδημαϊκά/επαγγελματικά βιβλία (εκδόσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, εγκυκλοπαίδειες, κ.λπ.) και μόνο το 22% βιβλία λογοτεχνίας. Η πίτα μοιράζεται επίσης στο 20% των παιδικών/νεανικών βιβλίων, το 14% των βιβλίων γενικού ενδιαφέροντος (εγχειρίδια, πρακτικά βιβλία, ψυχαγωγία κ.λπ.) και το 4% των εκπαιδευτικών βιβλίων (σχολικά βιβλία, ELT).
Προκύπτει, λοιπόν, πάντα σύμφωνα με τα νούμερα, ότι η λογοτεχνία που είναι ένας όρος ταυτισμένος με την έννοια βιβλίο, τα Γράμματα και τον Πολιτισμό γενικότερα, αντιπροσωπεύει μόνο το 22% των συνολικών εσόδων του κλάδου του βιβλίου στην Ελλάδα. Με δεδομένο ότι αναφερόμαστε σε ελληνική λογοτεχνία, ξένη και σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας (μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση κ.ά.), το ποσοστό δεν υψηλό. Ομως, το σημαντικότερο είναι ότι τα ακαδημαϊκά/επαγγελματικά βιβλία αντιπροσωπεύουν το 40% των συνολικών εσόδων του κλάδου του βιβλίου στην Ελλάδα, που είναι το υψηλότερο ποσοστό με βάση την έρευνα του ΟΣΔΕΛ. Αυτό είναι ένα γεγονός που προσδίδει μία στενή και εξαρτώμενη, ίσως, σχέση πολλών ελληνικών εκδοτικών επιχειρήσεων με το κράτος, αφού τα ακαδημαϊκά συγγράμματα αγοράζονται από την πολιτεία και προσφέρονται στους έλληνες φοιτητές. Και ένα τελευταίο: σε περίπτωση πιθανών αλλαγών από την πολιτεία, στη διαδικασία έκδοσης, επιλογής, διακίνησης των ακαδημαϊκών βιβλίων, αυτό, ενδεχομένως, θα σημάνει τεράστιες αλλαγές-διαφορές στους τζίρους των εκδοτικών επιχειρήσεων, συνεπώς και στον χώρο των εκδόσεων, των συγγραφέων, των μεταφραστών κ.ά.
Και αυτό, προσωπικά, με προβληματίζει ιδιαίτερα.