Αύξηση κατά 150% στον αριθμό των εφήβων με διατροφικές διαταραχές που ζητούν βοήθεια σημειώθηκε από το 2020 μέχρι σήμερα. Οι ασθενείς είναι κατά μέσο όρο 15 ετών, οι περισσότεροι πάσχουν από ανορεξία (85%) και η μέση διάρκεια της νόσου τους φτάνει τους 12 μήνες.
Σημαντική αύξηση, κατά 79%, παρατηρείται και στους ενηλίκους που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές για περισσότερα από 10 χρόνια, ενώ το 98% του συνόλου των ασθενών είναι κορίτσια και γυναίκες. Τα στατιστικά στοιχεία από το Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών, που συμπληρώνει φέτος 15 χρόνια λειτουργίας, προκαλούν σοβαρό προβληματισμό.
«Το lockdown εξαιτίας της πανδημίας πυροδότησε μια άνευ προηγουμένου έξαρση των διατροφικών διαταραχών, κυρίως σε παιδιά και εφήβους. Στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία η προσέλευση σε κέντρα θεραπείας έχει τριπλασιαστεί. Στα δημόσια νοσοκομεία του Λονδίνου υπήρχε μια αναμονή 50 ατόμων η οποία πλέον έχει φτάσει τα 500» λέει στα «ΝΕΑ» η Μαρία Τσιάκα, διευθύντρια του Ελληνικού Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών. «Το ίδιο βλέπουμε να γίνεται και στην Ελλάδα, παρότι στη χώρα μας υπάρχει τεράστια έλλειψη πόρων και οργανωμένων δομικών πλαισίων για να αντιμετωπιστεί αυτό που συμβαίνει και να υποστηριχθούν οι οικογένειες και οι πάσχοντες. Η πανδημία ήταν μια πολύ στρεσογόνα κατάσταση που πυροδότησε τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά των ασθενών, οι οποίοι όντας κλεισμένοι στο σπίτι στράφηκαν στην τροφή για να ελέγξουν το άγχος τους. Παράλληλα υπήρξε μια γενική τάση μέσα στο lockdown το “να προσέξουμε να μην παχύνουμε”, κάτι το οποίο επιδείνωσε την κατάσταση».
Τα ανησυχητικά συμπτώματα
Ο μικρότερος ασθενής που επισκέφθηκε το Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών την τελευταία διετία είχε ηλικία 11 ετών. «Είναι παιδιά που έχουν χάσει βάρος πάρα πολύ γρήγορα, έχουν αυξήσει σημαντικά την άσκηση και δεν σιτίζονται επαρκώς» λέει η Μαρία Τσιάκα. «Επειδή η ανορεξία είναι εγκεφαλικά προσδιορισμένη νόσος, όσο υπάρχει απώλεια βάρους, τόσο αυξάνονται τα συμπτώματα: Φοβούνται πολύ την τροφή την οποία και περιορίζουν, υπάρχει σύγκρουση στην οικογένεια για το θέμα του φαγητού, σκέφτονται ότι είναι παχύσαρκα, τσεκάρουν διαρκώς το σώμα τους, δεν τρώνε μαζί με την οικογένεια, λαμβάνουν τροφή μέχρι μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, πηγαίνουν στο σχολείο και περπατούν με τις ώρες στην αυλή, πέφτει η επίδοση στα μαθήματά τους» εξηγεί η ίδια. «Το 85% των εφήβων που έφτασε σε εμάς διαγνώστηκε με ανορεξία, είτε περιοριστικού είτε βουλιμικού τύπου, ενώ στην κατηγορία των ενηλίκων που πάσχουν περισσότερα από 10 έτη το 45% έπασχε από νευρική ανορεξία, το 22% από νευρική βουλιμία και το 33% από αδηφαγική διαταραχή».
Το 45% των αιτημάτων προέρχεται από την Κρήτη
Την ίδια στιγμή, εντυπωσιακός ήταν ο αριθμός των αιτημάτων που δέχτηκε το Κέντρο για βοήθεια και θεραπεία από οικογένειες της Κρήτης: «Τα αιτήματα που προέρχονταν από όλη την επικράτεια αυξήθηκαν κατά 220%. Το 45% προερχόταν από την Κρήτη, το 29% από τη Θεσσαλονίκη ενώ το 26% από την υπόλοιπη Ελλάδα» λέει η Μαρία Τσιάκα. «Για τον λόγο αυτόν πήραμε την απόφαση να στηρίξουμε άμεσα την περιφέρεια, από όπου μας έρχονται και περιστατικά σε οξεία φάση, λίγο πριν από τη νοσηλεία, και να δημιουργήσουμε δύο παραρτήματα, ένα στο Ηράκλειο Κρήτης και ένα στη Θεσσαλονίκη. Με τον τρόπο αυτόν στοχεύουμε στην κάλυψη μιας τόσο κρίσιμης και κομβικής ανάγκης, ώστε τα άτομα με διατροφικές διαταραχές να έχουν πρόσβαση σε ένα δομικό πλαίσιο που να αναχαιτίζει άμεσα τη νόσο και να εκπαιδεύει ταυτόχρονα την οικογένεια στην απόκτηση δεξιοτήτων για τη διαχείρισή της. Βασική μας αρχή είναι η ασίγαστη συνεργασία όλων των μερών: ασθενείς, οικογένεια και θεραπευτική ομάδα ώστε να συμβάλλουμε στην επαναφορά των ασθενών στην πραγματική ζωή».
Υποτιμημένο θέμα στην Ελλάδα
Οπως εξηγεί η διευθύντρια του Κέντρου, οι γονείς δεν ζητούν βοήθεια με τα πρώτα συμπτώματα. «Περιμένουν να δουν μεγάλη απώλεια βάρους, όμως όταν το βάρος έχει πέσει, πλέον έχουμε μπει σε φάση μεγαλύτερης έντασης της νόσου. Στο εξωτερικό – στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Κεντρική Ευρώπη – υπάρχει πολύ μεγάλη κινητοποίηση για το θέμα των διατροφικών διαταραχών. Δυστυχώς στην Ελλάδα είναι ένα θέμα υποτιμημένο» λέει. «Για να μπορέσουμε να στελεχώσουμε τα νέα παραρτήματα στην Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη με μια διεπιστημονική ομάδα, άρτια εκπαιδευμένη στα πρωτόκολλα θεραπείας του Κέντρου και συντεταγμένη με το όραμά του, δημιουργήσαμε μια στοχευμένη, εντατική κλινική εκπαίδευση 350 ωρών με πρακτική άσκηση, στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν γιατροί, τελειόφοιτοι και απόφοιτοι Ψυχολογίας, διαιτολόγοι, εργοθεραπευτές, νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί και οικογενειακοί θεραπευτές. Κάποιοι εξ αυτών θα στελεχώσουν στη συνέχεια τη θεραπευτική ομάδα της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης» προσθέτει η Μαρία Τσιάκα.