Το πρόσφατο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη «Πριν σβήσουν τα φώτα» και η παρέμβαση του Κώστα Λαλιώτη στην παρουσίασή του, πριν από λίγες ημέρες στον Πειραιά, επιτρέπουν – αν όχι επιβάλλουν – ένα συνολικό αναστοχασμό για το Πολυτεχνείο. Μια απόδραση από τον κυρίαρχο μύθο, μια επιστροφή στις πηγές, ενός πηγαίου και, εν πολλοίς, αυθόρμητου αλλά όχι τυχαίου και «ορφανού» ιστορικού γεγονότος.

Με τις πολυποίκιλες μεταπολιτευτικές καπηλείες και τους αναρίθμητους λαθρεπιβάτες του, λίγο έχει συνειδητοποιηθεί ότι το Πολυτεχνείο δεν είναι μόνο οι «επώνυμοι», που τυχαίνει να παραμένουν στη ζωή και να εμβληματίζουν τη «γενιά», αλλά οι εκατοντάδες και χιλιάδες αγωνιστές που έδωσαν υπόσταση στον αντιδικτατορικό αγώνα από το 1967 ως το 1971 και στο φοιτητικό κίνημα από το 1971 ως το 1974, με κορύφωση το Πολυτεχνείο το 1973.

Αυτή η ιστορική περίοδος έχει, ως σήμερα, πάνω από πενήντα χρόνια μετά, τον μικρότερο, αναλογικά, όγκο, ποσοτικά και ποιοτικά, ιστοριογραφικής και ιστορικής έρευνας σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Απουσιάζουν η μεθοδική τεκμηρίωση, η άντληση και καταγραφή μαρτυριών, η έρευνα, και μάλιστα η συνδυαστική, των εκφάνσεων και των συνάψεων του αντιδικτατορικού αγώνα. Καίριο πλήγμα υπήρξε επίσης το «ιστορικό έγκλημα», κατά τον Φίλιππο Ηλιού, της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και του τότε Συνασπισμού της Αριστεράς το 1989 για το κάψιμο των 16.000.000 φακέλων της Ασφάλειας στη Χαλυβουργική.

Είναι σκόπιμο λοιπόν, μπροστά στα πενήντα χρόνια του Πολυτεχνείου το 2023, να «πάρουμε το θέμα αλλιώς», πέρα από τις επετειακές τελετουργίες.

Σκέφτομαι – για παράδειγμα – πώς μια υποτιμημένη πλευρά της εξέγερσης του Νοέμβρη του ’73 ήταν η ταυτόχρονη εξέγερση και στα τρία άλλα πανεπιστήμια που υπήρχαν τότε, στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και τα Γιάννενα. Ψάχνοντας τη βιβλιογραφία, υπάρχει ένα πολύ καλά δουλεμένο βιβλίο για τα Γιάννενα της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Πολυτεχνείου του γιαννιώτη δημοσιογράφου Σπύρου Θέμελη και ένα ιδιαίτερα περιεκτικό βιβλίο για τη Θεσσαλονίκη της ίδιας περιόδου του αγωνιστή και δημοσιογράφου Χρήστου Ζαφείρη. Δεν μπόρεσα να εντοπίσω μια αντίστοιχη έκδοση για την Πάτρα και εύχομαι να υπάρχει και απλώς να την αγνοώ εγώ.

Αντί, λοιπόν, για τον σχεδιασμό εορταστικών επετείων, θα πρότεινα να ενταθεί – ιδίως στα τρία περιφερειακά σημεία της εξέγερσης – η άντληση και διαφύλαξη μαρτυριών και τεκμηρίων. Καταγράφω, από τη δική μου εμπειρία από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, για πόσους αγωνιστές έχει ήδη «σβήσει το φως», χωρίς να έχουμε τις μαρτυρίες τους, παρά μόνο τη λάμψη της ζωής και του αγώνα τους. Η Πόπη Βουτσινά και ο Νίκος Ράπτης δεν είναι πια ανάμεσά μας. Και τόσοι άλλοι, που ο καθένας είχε τη δική του συμβολή στο μεγάλο ρεύμα, όπως, πριν από λίγες μόνο ημέρες, ο Χάρης Καμπουρίδης, «ψυχή» των πολιτιστικών εκδηλώσεων που διευκόλυναν την «πολιτικοποίηση» του κινήματος.

Θα πρότεινα, λοιπόν, ο δήμαρχος Ιωαννίνων Μωυσής Ελισάφ και ο πρύτανης Τριαντάφυλλος Αλμπάνης να αρχίσουν από τώρα τη συνδιοργάνωση και προετοιμασία μιας κοινής δράσης, ώστε να καταγραφεί και να διασωθεί κάθε τεκμήριο για την αντίσταση κατά της χούντας από το 1967 ως το 1974 στα Γιάννενα, που ενδεχομένως να κορυφωθεί με κάποια εκδήλωση στο κτίριο του Παλαιού Πανεπιστημίου, που θα άξιζε να διαφυλαχθεί ως ιστορικό τοπόσημο και όχι ως κτίριο γραφείων.

Παρόμοιες δράσεις θα είχαν αντίστοιχη αξία στη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα. Γιατί τώρα που «σβήνουν σιγά σιγά τα φώτα», ήλθε η ώρα να περάσουμε από την αχλύ του μύθου στο φως της Ιστορίας.

Ο Πέτρος Ευθυμίου ήταν μέλος της Επιτροπής Αγώνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στην εξέγερση του Νοέμβρη το 1973