«Οι ζωντανοί ετούτοι άνθρωποι, έσφιξαν την καρδιά να παλαίψουν την ανάγκη. Και μάτωσαν και κόπιασαν κι ο ιδρώτας αλμυρός τούς τύφλωνε τα μάτια. Ξερίζωσαν τ’ αγκάθια εδώ στον Ξηρόκαμπο, μάζεψαν τα κοτρόνια που κατέβαζε από τα πανάρχαια χρόνια ο χείμαρρος Ξεριάς, ο πρώτος Αναυρος του Ιάσονα, έσκαψαν τη σκληρή γη του στέρφου τόπου. Και να το θαύμα! Στα τέλη του φθινοπώρου του 1924 φάνηκαν στημένα τα πρώτα “σπίτια” της καινούργιας πατρίδας τους με πισσόχαρτο για στέγη». Η μαρτυρία ανήκει στον Παναγιώτη Κατσιρέλο («Ο προσφυγικός “συνοικισμός”: το χρονικό της ίδρυσης στο Βόλο της σημερινής Νέας Ιωνίας», 1994), ο οποίος έφτασε παιδί ακόμη στον Βόλο. Ως συμπληρωματική ακούγεται και η αφήγηση του Βολιώτη Τάκη Οικονομάκη, ο οποίος στις 20 Σεπτεμβρίου 1922 γράφει στην εφημερίδα «Θεσσαλία»: «Την φθινοπωρινήν ηρεμίαν του λιμένος μας ήλθε χθες να ταράξη ένα μεγάλο μαύρο κύμα, κύμα συμφοράς… Το μαύρον αυτό κύμα μάς το απέστειλεν η αντίπερα του Αιγαίου ακτή. Απετελείτο από τα τραγικά θύματα της φρικτής μικρασιατικής συμφοράς, από τα θλιβερά αυτά ναυάγια του ασιατικού Ελληνισμού, τα οποία η θάλασσα εξέβρασε και εις την παραλίαν μας. Υπέρ τους δέκα χιλιάδας πρόσφυγας έφθασαν χθες έως εδώ… Απεβιβάζοντο και εσταυροκοπούντο, απεβιβάζοντο και εφιλούσαν το χώμα, απεβιβάζοντο και άλλοι έκλαιαν, άλλοι χαμογελούσαν με την εντύπωσιν ότι ετελείωσαν τα απερίγραπτα μαρτύριά των που κατά τον τελευταίον μήνα εδοκίμασαν».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ