Πριν από μια περίπου τριακονταετία είχε τύχει να βρεθώ στον Βόλο και να παρακολουθήσω μια επιθεώρηση που είχε ανεβάσει το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο (ΔΗΠΕΘΕ) της περιοχής – ένας πολιτιστικός φορέας, ειρήσθω εν παρόδω, που είχε γνωρίσει εξαιρετική άνθηση καθ’ άπασα την ελληνική επικράτεια επί Μελίνας Μερκούρη κι επί Θάνου Μικρούτσικου, τα χρόνια της λεγόμενης «πολιτιστικής αποκέντρωσης», για να περιπέσει κατόπιν σε μαρασμό. Τότε είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου η Λυδία Κονιόρδου, κατοπινή υπουργός Πολιτισμού επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η οποία – εάν δεν με απατά η μνήμη μου – σκηνοθετούσε και την εν λόγω επιθεώρηση. Θυμάμαι πως είχα προσέλθει στο θέατρο με ειλικρινή περιέργεια να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι «με τι γελάνε οι Βολιώτες». Ε, λοιπόν, οι Βολιώτες, εκείνη τη χαρισάμενη εποχή, γελούσαν με αστεία που χοντρικά μπορούσες να τα χωρίσεις σε δύο κατηγορίες: αφενός αστεία αντλημένα από τα σίριαλ και τις εκπομπές της τηλεόρασης, αφετέρου αστεία εις βάρος των Λαρισαίων, με τους οποίους – εάν κατάλαβα καλά – οι Βολιώτες είχαν ανάλογη σχέση προσβλητικού πάθους μ’ εκείνην που τρέφουν οι Γάλλοι για τους Βέλγους (εικάζω ότι ισχύει και το αντίστροφο). Περιττό ίσως να διευκρινίσω ότι τα μεν πρώτα αστεία ήταν κατανοητά και σε κάποιον που μεγάλωσε μακριά από τον θεσσαλικό κάμπο, ενώ τα δεύτερα, οι «μπηχτές» των Βολιωτών για τους Λαρισαίους, ήταν πλήρως ακατανόητα. Ενα βαρύ σύννεφο τοπικιστικής χαιρεκακίας απλωνόταν πάνω από τον Βόλο.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ