Στο μοναδικό Ρίο που έχω πάει είναι αυτό έξω απ’ την Πάτρα, με το πορθμείο και τη γέφυρα. Εντούτοις είμαι Βραζιλία. Εξ απαλών ονύχων, που λένε. Με όλες τις χαρμολύπες, βεβαίως, που – αταβιστικά -ανακυκλώνονται: Πελέ, Τοστάο και Ζαϊρζίνιο οι μπαμπάδες μας; Ροναλντίνιο, Καφού, Λούσιο, Ρομπέρτο Κάρλος, Ρονάλντο και λοιπές (δημοκρατικές ου μην αλλά και μπολσοναρικές) δυνάμεις το δικό μας joga bonito, ενώ ακόμη και στα άτιτλα 80ς η Σελεσάο μάς χάρισε πολλή «καλλιγραφία».
«Maracanazo» οι πρόγονοι; «Mineirazo» η γενιά μας.
Για να είμαι ειλικρινής, όμως, την τωρινή Βραζιλία δεν τη «βλέπω». Σόρι, κόουτς Τίτε, αλλά για να κατακτήσει μία εθνική ομάδα το Παγκόσμιο Κύπελλο χρειάζεται κάποιον παικταρά να την πάρει από το χέρι. Ποιος θα το κάνει αυτό; Ο Νεϊμάρ. Ας το σταματήσω εδώ… Αντίθετα, η Αργεντινή έχει τον Λιονέλ Μέσι. Κορυφαίος ποδοσφαιριστής του αιώνα, σε φόρμα, «διψασμένος».
Η Αργεντινή μού προκύπτει και διά της εις άτοπον απαγωγής. Ποια άλλη; Η Γαλλία; Διαδοχική κατάκτηση; Χλομό. Η Γερμανία; Δεν (με) πείθει. Η Αγγλία; Δεν την έχω δει να σηκώνει ούτε… παγουρίνο. Αργεντινή, λοιπόν.