Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, το όνομα του Ιωάννη Σακελλαρίδη έχει γεννήσει όσο κανένα άλλο έντονες συζητήσεις και διαμάχες, οι οποίες κρατούν καλά μέχρι σήμερα. Ο δημόσιος διάλογος γύρω από την εμβληματική αυτή προσωπικότητα του μουσικού κόσμου των Αθηνών εκκινεί από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο Κωνσταντίνος Ψάχος μεταβαίνει από την Κωνσταντινούπολη εκεί με σκοπό να αναλάβει την πρώτη επίσημη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής που ιδρύεται στο Ωδείο Αθήνων. Είναι η εποχή που ο ψαλτικός κόσμος κάνει τα πρώτα του βήματα προς τη θεσμική του και την εκπαιδευτική του οργάνωση. Ο Ψάχος, μάλιστα, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς επικριτές του, έχοντας πάντοτε στο επίκεντρο το φλέγον ζήτημα της αυθεντικότητας στην ψαλτική τέχνη. Η προβληματική γύρω από τη δράση και το έργο του Σακελλαρίδη υπήρξε κομμάτι του κεφαλαιώδους ζητήματος που απασχόλησε την ελληνική διανόηση εξ ιδρύσεως ακόμη (ή ίσως και νωρίτερα) του ελληνικού κράτους. Το λεγόμενο «μουσικό ζήτημα» δημιούργησε δύο αντίπαλα πνευματικά στρατόπεδα: το ένα υποστήριζε την ιστορική συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, άρα και της μουσικής του, μέσα από την ιστορική αλυσίδα «Αρχαία Ελλάδα – Βυζάντιο – Σύγχρονο ελληνικό κράτος»∙ το άλλο, θεωρώντας τον ενδιάμεσο κρίκο της αλυσίδας ασαφή και επικίνδυνο λόγω των επιρροών του οθωμανικού πολιτισμού, υποστήριζε την απευθείας σύνδεση του αρχαίου κόσμου με τον σύγχρονο. Πρόκειται για αυτό που εξετάζει και αναλύει διεξοδικά ο Michael Herzfeld στο σπουδαίο του πόνημα του 1982, που μετέφρασε και στα ελληνικά («Πάλι δικά μας», 2002): «Ελληνισμός ή ρωμιοσύνη;».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ