Δεκέμβρης του σαράντα τέσσερα
με μια µοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ
η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει ο θανατάς
Να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι
έτσι γεννήθηκα στη Σαλονίκη
Από τα χώματα και με το αεράκι
βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή
είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι
στέκει ο Τσιτσάνης μ’ ένα μικρό βιολί
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
μπροστά στην κλειδαρότρυπα σκυφτός
Κάστρα ανεμισμένα, καΐκια μες στο φως
Η προκυμαία, βεγγαλικά και χορωδίες
τζάμια, το πλήθος βλέπει οπτασίες
Τα χρόνια που εξαγόρασε για πάντα
η φαντασία του τα λέει παιδικά
και όπως μακραίνει του ορφανοτροφείου η µπάντα
μοιάζουν σαν να ‘ναι μελλοντικά
Κρυμμένος σαν παιδί και σαν δραπέτης
κάτω από τη σκάλα που ακουμπάει το φως
στο ράδιο ο πατέρας αφουγκράζεται σκυφτός
Στριφογυρίζω, μια σημαιούλα μες στο κρύο
νύχτα και φέγγει το στρατοδικείο
Μέσα απ’ τον τοίχο που έσκασε η μπόμπα
βλέπει ένα σιντριβάνι από χρυσό
ο κόσμος λιώνει σαν δωμάτιο με σόμπα
κι οι δυο Ελλάδες σιγοπίνουν το πιοτό
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στη γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία
Αν τον ρωτήσετε πού βρήκε δεκανίκι
πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή
θα αποκριθεί: Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
και ξέρω απ’ έξω τη διαδρομή.