Με νέο μπαράζ πυραυλικών επιθέσεων κατά στόχων στο Κίεβο και άλλες πόλεις της Ουκρανίας, που έθεσαν και πάλι εκτός λειτουργίας μεγάλο μέρος του δικτύου παραγωγής και διανομής ενέργειας, απάντησε η Μόσχα τόσο στην έναρξη ισχύος του εμπάργκο της ΕΕ στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και την επιβολή πλαφόν στην τιμή του όσο και στα πλήγματα που, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, δέχθηκαν δύο αεροπορικές βάσεις που βρίσκονται μακριά από τα σύνορα, στη διάρκεια της νύχτας, με τρεις νεκρούς και αρκετούς τραυματίες. Ειδικά το δεύτερο γεγονός μοιάζει να ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στον πόλεμο, καθώς και οι δύο στρατιωτικές εγκαταστάσεις οι οποίες φιλοξενούν στρατηγικά βομβαρδιστικά – στο Ριαζάν (185 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μόσχας) και στο Σαράτοφ (730 χιλιόμετρα νοτίως της πρωτεύουσας) – βρίσκονται εκτός του βεληνεκούς των γνωστών οπλικών συστημάτων που έχει στη διάθεσή του το Κίεβο.
Θα φτιάξουν όπλα;
Την ίδια στιγμή, πάντως, όλα δείχνουν ότι η Ουκρανία επιχειρεί να αναζωογονήσει και να ενισχύσει την πολεμική της βιομηχανία, διαβλέποντας ότι ο πόλεμος θα διαρκέσει πολύ ακόμη και η Δύση δεν είναι σε θέση να καλύψει όλες τις ανάγκες του στρατού της. Πολύ περισσότερο καθώς φοβάται ότι κάποια στιγμή οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις σε ΗΠΑ και ΕΕ θα οδηγήσουν σε μείωση της βοήθειας που λαμβάνει το Κίεβο και του έχει επιτρέψει να αντιστέκεται στον υπέρτερο ρωσικό στρατό, σημειώνοντας και σημαντικές επιτυχίες σε ορισμένες περιπτώσεις.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως η Ουκρανία, όταν έγινε ανεξάρτητη χώρα με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, «κληρονόμησε» το 15% περίπου της σοβιετικής πολεμικής βιομηχανίας. Ανάμεσα στα άλλα και ορισμένες μονάδες – κλειδιά, όπως η βιομηχανία Malishev στο Χάρκοβο, τα ναυπηγεία στο Μικολάιβ, η μονάδα Pivdenne στο Ντνιεπρ που ήταν η μεγαλύτερη στον τομέα κατασκευής διηπειρωτικών πυραύλων, εγκαταστάσεων κατασκευής τμημάτων μαχητικών αεροσκαφών στο Κίεβο και πολλές ακόμη. Μάλιστα, οι περισσότερες από αυτές έχουν πληγεί από τις ρωσικές δυνάμεις μετά την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου.
Παρακμή και απογοήτευση
Η ουσία είναι ότι τα προηγούμενα χρόνια η πολεμική βιομηχανία της Ουκρανίας είχε παρακμάσει, λόγω και της έλλειψης κονδυλίων – κάτι που είχε αντανάκλαση και στην εικόνα των ενόπλων δυνάμεων.
Παρά δε τη μερική στροφή που επιχειρήθηκε με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ μετά το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και μεγάλο μέρος του Ντονμπάς πέρασε στον έλεγχο των φιλορώσων αυτονομιστών, η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι απογοητευτική. Κι αυτό εκτιμάται πως πρέπει να αλλάξει άμεσα, κυρίως λόγω του πολέμου και της τροπής που λαμβάνει, όπως σημειώνει και ο επικεφαλής των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Βαλερί Ζαλούζνι.
Ο Πούτιν και η γέφυρα
Οσον αφορά τον Πούτιν, χθες επιχείρησε μια εξόχως επικοινωνιακή κίνηση, θέλοντας να δείξει αφενός ότι δεν φοβάται και αφετέρου ότι εξακολουθεί να έχει τον έλεγχο της κατάστασης.
Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της Ρωσίας επισκέφθηκε τη γέφυρα που συνδέει τη Χερσόνησο της Κριμαίας με τη Νότια Ρωσία, μέρος της οποίας είχε καταστραφεί από έκρηξη τον περασμένο Οκτώβριο. Σύμφωνα δε με τα ρωσικά ΜΜΕ, οδήγησε ένα αυτοκίνητο σε ένα τμήμα της, ενώ συνομίλησε με τους εργαζομένους που συμμετέχουν στη διαδικασία αποκατάστασης των ζημιών.
Ο ίδιος, επίσης, υπέγραψε χθες τον νόμο με τον οποίο απαγορεύεται η αποκαλούμενη «προπαγάνδα των ΛΟΑΤΚΙ» και προβλέπει βαρύ πρόστιμο σε οποιονδήποτε διαδίδει πληροφορίες που θεωρούνται προσπάθεια για την προώθηση της ομοφυλοφιλίας μέσω του Διαδικτύου ή σε ταινίες, βιβλία, διαφημίσεις.