Τι θα αναπνεύσουμε φέτος στην ατμόσφαιρα της Αττικής, αν στραφούμε μαζικά στην καύση ξύλων; Σύμφωνα με μια εξειδικευμένη προσομοίωση που πραγματοποίησε η Ομάδα Ατμοσφαιρικής Φυσικής και Χημείας του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ορισμένες περιοχές της Αττικής θα θυμίζουν μάλλον… Δελχί: σε περίπτωση που οι εκπομπές από την καύση ξυλείας διπλασιαστούν σε σχέση με το 2019, υπόθεση αρκετά πιθανή δεδομένου του ενεργειακού προβλήματος που προκαλεί ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, τότε οι συγκεντρώσεις σωματιδίων PM2.5 στην ατμόσφαιρα θα αυξηθούν σε κάποιες περιοχές έως και κατά 40%… Και αυτό θα συμβεί ενώ, ούτως ή άλλως, τους χειμερινούς μήνες σε αρκετά σημεία του Λεκανοπεδίου οι μέσες συγκεντρώσεις υπερβαίνουν σημαντικά τα όρια ασφαλείας που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Βάσει του σεναρίου που επεξεργάστηκαν οι επιστήμονες, μεγαλύτερη ποσοστιαία επιβάρυνση φαίνεται ότι θα υποστούν οι περιοχές που βρίσκονται στις παρυφές του Υμηττού και της Πάρνηθας σε ποσοστό 20-40%, όπως η Ανω Γλυφάδα, η Αργυρούπολη, η Ηλιούπολη, η Αγία Παρασκευή ή οι Δήμοι Αχαρνών και Φυλής ενώ μικρότερη ποσοστιαία επιβάρυνση, της τάξεως του 5-15%, αναμένεται να σημειωθεί στον κεντρικό τομέα της Αθήνας. Αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες: στο γεγονός ότι οι ορεινοί όγκοι λειτουργούν ως «φυσικό εμπόδιο» στην απομάκρυνση των ρύπων που συγκεντρώνονται στην ατμόσφαιρα και στο ότι τα μοντέλα προσομοίωσης θεωρούν πιο ευάλωτες τις περιοχές που βρίσκονται κοντά στα βουνά λόγω της ευκολότερης πρόσβασης που έχουν οι κάτοικοι των περιοχών αυτών σε ξυλεία.
Υπέρβαση των ορίων ασφαλείας
«Σύμφωνα με τις οδηγίες που εξέδωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τον Σεπτέμβριο του 2021, η έκθεση του πληθυσμού σε μέσες ημερήσιες συγκεντρώσεις PM2.5 μεγαλύτερες των 15 μg m-3, και σε ετήσια βάση 5 μg m-3, δεν είναι ασφαλείς για τη δημόσια υγεία. Από τα στοιχεία παρατηρούμε ότι ούτως ή άλλως σε πολλές περιοχές της Αθήνας κατά τους χειμερινούς μήνες ξεπερνάμε κατά πολύ αυτά τα όρια, με μέσες συγκεντρώσεις που κινούνται στο εύρος 20-60 μg m-3»», λέει ο Ευάγγελος Γερασόπουλος, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Αστεροσκοπείου. «Πρόκειται μάλιστα για μεσοσταθμικές τιμές, δηλαδή για τη μέση τιμή του μήνα, γεγονός που σημαίνει ότι σε ημερήσια βάση, και όταν εντείνεται το φαινόμενο της αιθαλομίχλης τις βραδινές ώρες, οι τιμές των συγκεντρώσεων είναι πολύ μεγαλύτερες. Τον φετινό χειμώνα, υπό το εξεταζόμενο σενάριο και σε αντίστοιχα ψυχρές συνθήκες όπως τον Ιανουάριο του 2019, προβλέπεται μια επιπλέον αύξηση των συγκεντρώσεων κατά 10-20 μg m-3 κατά τις βραδινές ώρες».
Διαχρονική επιβάρυνση εδώ και 10 χρόνια
Η Ομάδα Ατμοσφαιρικής Φυσικής και Χημείας του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του ΕΑΑ παρακολουθεί το φαινόμενο της αιθαλομίχλης εδώ και μία δεκαετία, αφότου δηλαδή η καύση ξύλου ξεκίνησε να χρησιμοποιείται μαζικά στην Αττική – λόγω οικονομικής κρίσης – ως συμπληρωματικό ή κύριο μέσο θέρμανσης των κατοικιών. «Οι συστηματικές μετρήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στον υπερσταθμό μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο Θησείο επιβεβαιώνουν τη σταθερή, διαχρονική επιβάρυνση του Λεκανοπεδίου από την καύση ξύλου κατά την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Λόγω των οικονομικών επιβαρύνσεων στα καύσιμα κίνησης και θέρμανσης, η σημαντική στροφή του κόσμου στην καύση ξύλου για οικιακή θέρμανση είναι μια δυσοίωνη, αλλά ιδιαίτερα πιθανή προοπτική για τον φετινό χειμώνα» σημειώνουν ο δρ Ευάγγελος Γερασόπουλος και η δρ Ελένη Αθανασοπούλου, συνεργαζόμενη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος.
Το σενάριο της έρευνας
Οπως εξηγούν, για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους, «αρχικά απομονώθηκαν οι ανθρωπογενείς εκπομπές σωματιδιακής ρύπανσης από την οικιακή θέρμανση, όπως αυτές αντλούνται από τη βάση δεδομένων CAMS της ευρωπαϊκής υπηρεσίας του Copernicus. Στη συνέχεια, και κατά τον μετασχηματισμό τους σε δεδομένα υψηλής χωρικής ανάλυσης για την πόλη της Αθήνας, υλοποιήσαμε ένα σενάριο κατά το οποίο υποθέτουμε διπλασιασμό των εκπεμπόμενων αιωρούμενων σωματιδίων από την καύση ξυλείας. Το σενάριο αυτό τροφοδότησε μία αριθμητική προσομοίωση της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, σε πολύ υψηλή χωρική ανάλυση και για τις μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον ψυχρότερο μήνα του έτους 2019, τον Ιανουάριο. Οι εκτιμήσεις για τη συγκέντρωση των λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5 από αυτό το σενάριο συγκρίθηκαν με τη συνήθη καύση ξύλων, με αποτέλεσμα να καταλήξουμε στις επιπτώσεις μιας τέτοιου μεγέθους αύξησης στην καύση βιομάζας κατά τους ψυχρούς μήνες, σε χωρική ανάλυση υψηλότερη του 1km2».